Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άκογλους, Ξενοφών Κ."
-
Εγώ ντο είχα επούλτσα – το και άλλο κι΄αγοράζω
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Εγώ ό,τι είχα το πούλησα και δεν αγοράζω πια τίποτε. Λέγεται με κάποια μελαγχολική διάθεση από ηλικιωμένους, που είδαν κι΄επέρασαν πολλά και δεν τους έμεινε πια περιθώριο για απολαύσεις στη ζωή. Επίσης και ειρωνικά στους ... -
Εγώ νύχτα μερ' δαβαίνω, εσύ ολημέρα 'κ' επορείς να δαβαίντς
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Εκεί που περνάω εγώ νύχτα εσύ το μεσημέρι δεν μπορείς να περάσεις. Λέγεται εγωϊστικά από κείνους, που θέλουν να κάνουν τον παληκαρά και τον άφοβο και να επιδείξουν ανωτερότητα σε ευψυχία απ' εκείνον στον οποίον απευθύνονται. ... -
Εδέβασεν α κά
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Το κατέβασε κάτω. Κατάντησε αδιάντροπος, ανυπόφορος, ασυμμάζευτος ̇ ή χρεωκόπησε -
Εδέβασεν-άτα κα [ή αφκά-τ' ατ ]
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Τα κατέβασε κάτω ή από κάτω του. Τ' άκανε στα βρακιά του. Και σε μεταφορική σημασία: Τα χρειάστηκε ̇ κιότησε ̇ δείλιασε ̇ του πήγε ζουμί -
Εδέβεν ή εδέβαν κι ασ' σην παστουρμάν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Πέρασε, ή πέρασαν κι από τον παστουρμά -
Εδέκα – τον πρόσωπον
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Τουδωσα θάρρος, του έχω επιτρέψει να αστειεύεται και γενικά ναχει οικειότητα μαζί μου -
Εδέκεν α σην μακρέσσαν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Τόδωσε στη μακρινή, πέθανε, έκανε το μακρινό ταξίδι -
Εθέλεσεν κ' επέθανεν την γην χαράν εποίκεν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Θέλησε και πέθανε, έκανε χαρά του τη γη -
Εθέλθεν κ' η γραία μυρωδίαν, ας κλαν' και μυρίσκεται
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Ανάλογα με το παραπάνω -
Εθέλναν και τα λάχαν “πάτερ ημών”
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Για περιττή αταίριαστη πολυτέλεια σε πρόσωπα ή ζητήματα που δεν αξίζουν τον κόπο -
Εκάεν το κερίν κ΄εκόπεν η συντεκνία
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Χρησιμοποιείται όταν πεθαίνει ο αναδεξιμιός ή ο ανάδοχος, ο κουμπάρος, η νύφη ή ο γαμπρός -
Εκορδυλάγαν τα μαλλία σο κιφάλ'ν ατ'ς
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Μπερδεύτηκαν τα μαλλιά στο κεφάλι της