Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μανασσείδης, Συμεών Α."
-
Βαρειά η καλογερική
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1880) -
Βαρυχνάς= “Εφιάλτης”.
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1886) -
Βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζήση και δεν ζήση
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1886)Σημ. Λέγεται δια τον κατεργαζόμενον τι και αδιαφορούντα, αν κατειργάσθη καλώς -
Βγάζει τα μάτια του
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1882) -
Βγαίνει από πάν' που το λάδι
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Λέγεται δια τον θέλοντα να αποδείξη αθώον κατηγορίας τινός, ενώ είναι μέτοχος και συνευδοκών -
Βγήκα ασπροπρόσωπος
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1890) -
Βγήκε ξύδια από την μύτην μου
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1880)Ερμηνεία: Όταν μετά την απόλαυσιν καλού τινός συμβή λυπηρόν τι