Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 109-128 από 133
-
Τον αφίνω μάρμαρο
(1950)Ερμηνεία: Η λέξις μάρμαρο σημαίνει μεταφορικώς τον ακίνητον ή άφωνον εκ καταπλήξεως και τρόμου. Όθεν τον αφίνω μάρμαρο αντί σαν μάρμαρο= τον εγκαταλείπω ξαφνικά, ώστε να μείνη εκστατικός -
Τον κάνω Θεό
(1950)Δι' άνθρωπον δύστροπον και άκαμπτον, όστις δεν εισακούει παρακλήσεις, λεγόμεν τον κάνω Θεό = τον παρακαλώ θερμά και ταπεινά, όσον ταπεινά θα ικέτευα αυτόν τον Θεό. Συνώνυμος φράσις του ανάβω καντήλι ή του ανάβω κερί -
Τον παίρνω μονοκόμματο
(1950)Προς πράγμα μονοκόμματο = απλούν, όχι συνηρμοσμένον από δύο ή περισσότερα κομμάτια (πβ. Ξυλο, ύφασμα μονοκόμματο) παρωμοιάσθη ο συνεχής και αδιάκοπος ύπνος, όθεν η φράσις τον παίρνω μονοκόμματο εννοεί τον ύπνο = κοιμάμαι συνεχώς -
Τον πήρε και τον σήκωσε
(1950)Εις την φράσιν εξυπακούεται το διάβολος και ισοδυναμεί προς το θα τον στείλω 'ς το διάβολο. Η χρήσις του αορίστου έχει λόγον ψυχολογικόν. Ο λέγων δια να καταστήση εντονωτέραν την απειλήν παριστά αυτήν ως ήδη πραγματοποιηθείσαν -
Του άλλαξα τον αδόξαστο κτλ.
(1950)Ερμηνεία: Διά να δλώσωμεν ότι εδείραμεν τινά ανηλέως λέγομεν του άλλαξα την πίστι, το σταυρό, το Χριστό, την Παναγία, όπου σταυρός, Παναγία, Χριστός είναι ταυτόσημα προς την πίστι. Αι φράσεις νοούνται μεταφορικώς εκ του ... -
Του βάζω γυαλιά
(1950)Η φράσις σημαίνει είμαι αξιώτερος, ικανώτερος από αυτόν ή τον παίζω ΄ς τα δάχτυλα ή τον απατώ. Προς ερμηνείαν αυτής είναι ανάγκη να ορμηθώμεν από τας ιδιωτικάς χρήσεις. Εις τη Ζάκυνθον βάρ τα γυαλιά σου σημαίνει πρόσεχε. ... -
Του γυρίζω τήν πλάτη
(1950)Άνθρωπον που αποστρεφόμεθα, δεν θέλομεν και να τον ίδωμεν κατά πρόσωπον. Άρα του γυρίζουμε τήν πλάτη ή τοίς πλάτες ή τή ράχη εις δήλωσιν περιφρονήσεως. Η φράσις λέγεται και πρός δήλωσιν αθετήσεως δοθείσης υποσχέσεως -
Του μιλώ με τα δόντια
(1950)Κατ' αναλογίαν των φράσεων του τρίζω τα δόντια = τον απειλώ και του μιλάω έξω από τα δόντια = του ομιλώ ευθαρσώς και αυστηρώς περί των οποίων έγραψεν ο Νικόλαος Πολίτης, παροιμ. 4, 514, ελέχθη και του μιλάω με τα δόντια ... -
Του τοις βρέχω
(1950)Η φράσις λέγεται κατά παράλειψιν του αντικειμένου τοίς ξυλιές και σημαίνει τον δέρνω καταφέρνω αλλεπάλληλα τα χτυπήματα, τα οποία ούτε παρομοιάζουν προς ραγδαίαν βροχήν