Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Γιαννακούρος, Ιω."
-
φάντασμα, το= το φάντασμα, δαίμων, βρικόλακας.
Γιαννακούρος, Ιω. (1929) -
Φύσα γριά το μονοδαύλι, το φυσώ και δεν ανάβει
Γιαννακούρος, Ιω. (1929) -
Χέρι πόχει καρδιά, δεν τρέμει
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)