Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Γιαννακούρος, Ιω."
-
Α γκάνανε όλ' οι βαβούλοι μέλι, έκανα κι εγώ κουβέλι
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)Αν η δύναντο πάντες ταύτα να επιτελέσωσι, θα η δύνατο μου και εγώ κουβέλι -
Άλλοι πεθυμούν τα γένεια κι' άλλοι τάχουν και τα φτυούνε
Γιαννακούρος, Ιω. (1929) -
Άρα – μάρα και κατάρα
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)Παροιμ. Φράσις λεγόμενη εν αγανακτήσει δια παν πράγμα ή πρόσωπον, που δεν ακολουθεί καλήν πορείαν, δεν τονε νοιάζει για τίποτα άρα – μάρα και κατάρα -
Άρτα ρήματα
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)Χρησιμοποιείται η φράσις προς δήλωσιν ακαταστασίας. Γίνηκα άρτα ρήματα = άνω κάτω -
Αναμπαίζει και με τογ κώλο του
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)Κοροϊδεύει όλους, ακόμη και τον εαυτών του -
Ατός του κι απατός του, κάνει κακό του λόγου του, που δεν το κάνει ο εχθρός του
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)Αυτός εαυτόν βλάπτει -
Βλαστήμα τογ καβελάρη που σούρνουνται τα πόδια του
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)Δηλαδή τον δυστυχή άνθρωπον -
Βρυκολάκου του [τοπωνύμιον] διότι, λέγουν ενεφανίζει κάποιο φάντασμα (βρυκόλακας)
Γιαννακούρος, Ιω. (1929) -
Έβαλε το λύκο να φυλάξη τα πρόβατα
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)Ερμηνεία: Επί προσώπου εις το οποίον ανετέθη να διαφυλάξη κάτι το οποίον μόνος του καταστρέφει -
Έκανα ευλωσιά μαρτιάτικη
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)Ερμηνεία: Χορτασιά, ωσάν εκείνην που κάνουν οι ποιμένες τον Μάρτιον που τυροκομούν -
Έφυγε με της πομπής τα δισάκκια
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)Τα σακκούλια, δηλαδή φορτωμένος προσβολές, εν πομπή -
Έχει αρβάλες
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)Παραδείγματος χάρη: Η κασέλλα έχει αρβάλες = είναι κενή, δεν έχει τίποτε, παρά μόνον ποντικούς, που προξενούν αρβάλες, αρβάλα η = θόρυβος -
Η γελάδα που πηδιέται τα δαμάλια τη γνωρίζουνε
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)Επί γυναικών σχήμα ανακόλουθον. Πηδιέται=βατεύεται, συνουσιάζεται -
Η πεθερά για το γαμπρό βάνει το γκούρο και κανεί αβγό
Γιαννακούρος, Ιω. (1929) -
Θέλεις γένεια; Να κονομάς και χτένια
Γιαννακούρος, Ιω. (1929)