Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Βλαστός, Παύλος Γ."
-
Σέρνε με κι ας κλαίω κι όλας!
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Σελλάτο βούϊ αγόραζε και γάϊδαρο καμπούρη, γυναίκα λιανοκάμωτη και χοίρο μακρομούρη
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν. λεξιολ. Σελ. 176 . Σελλάτο = καμπυλόν -
Στάλα και στάλα το νερό το μάρμαρο τρυπάτο, κ' η κόρη με τ' ανάβλεμμα το νειό κατηγορά τον
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Τ' αδρέ μαλλιά 'ς την κεφαλή και τ' απαλά 'ς τον τοίχο
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Τ' αναμέλη τη γυναίκα, ο γληγόρης την επήρε
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Τα έξοδα του γάμου μας, η νύφη δεν τ' αξίζει
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Τα ρούχα δείχνουν άνθρωπο και τα μαλλιά γυναίκα, κι αν είνε κ΄ εκατό χρονώ θαρρείς πως είναι δέκα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Το κοντό κοντορνιθάκι, πάντα δείχνει πουλαδάκι
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Το Μάη βούϊ μη ρεχτής, και τη λαμπρή γυναίκα, κι αν είνε κ΄ εκατό χρονώ δείχνει πως είνε δέκα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν. λεξιολ. Σελ. 174. ρέγομαι= ορέγομαι = ευχαριστούμαι -
Το παιδί σου πάντρεψες, γείτωνα το έκαμες, κι' όχι κοντογείτωνα, μόν' αλαργογείτωνα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Το Σκουντί από μητάτο, κι' άνθρωπος από γενειά
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν λεξιολ. Σελ. 176, Σκουντί και σκουδί=κύων -
Τον ακάλεστο 'ς το γάμο κάτω, κάτο τον καθίζουν
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Τον ακάλεστο 'ς το γάμο, σαν το γάϊδαρο τον έχουν
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Του 'παντρεμένου δος φιλί, τ' απάντρευτου μία πέτρα, την κεφαλή του να χτυπά, ώστε να βρη γυναίκα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Τσ' ώμορφης, δος τση ριζικό, μα η γι άσχημη βαστά το, 'ς το έμβα της, 'ς το έβγα της, 'ς τη φτέρνα τσ' αποκάτω
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Μη κρίνων ορών το κάλλος, αλλά τον τρόπον -
Υπαντεύθη ν' ανασάνη, κ' εύρηκε μαλλιά να ξάνη
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Υπαντρειά, σπίτι κι' αμπέλι, με βια δεν γίνουνται, κοπέλλι
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Χωστά, χωστά τον έκαμεν ο Μιχελής το γάμο γιατ' ήτο ψωμιά μικρά και το χωριό μεγάλο
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν λεξιλ., σελ. 181, χωστά = κρυφά, λαθραία, εν λεξιλ., σελ. 165, Μιχελής = κύριο όνομα ο Μιχάλης