Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Βλαστός, Παύλος Γ."
-
Σ τση δεκοχτώ 'ς τση δεκαννιά σαν 'δης και δεν κανιάσης κάτεχε κακορρίζικο της μάννας σου θα 'μοιάσης
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Σ τση δεκοχτώ 'ς τση δεκαννιά σαν δεν τα 'δης τα γένεια, σαν τη λαλά σου θα γενής και να μην έχης έγνοια
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Σ' επήρα για βασιλικό κ' εβγήκες ατσικνίδα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν λεξιλ., σελ. 148. Ατσικνίδα ή φυτόν, ή κνίδη, κνίδα -
Σαν είν' από γένει' άνθρωπος κι' από μεγάλη σκλέτη, ούλο το βιό σου 'ξόδιαζε και κάνε του ραέτι
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν λεξιολ. Σελ. 176, Σκλέτη (η) και σκλετάδα=γένος, γενεά -
Σαν είν' λακκουδοπήγουνη [η γυναίκα] μη την ρωτάς για κάλλη, μα 'κείνη εδιαπέρασεν από τον Ιορδάνη
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν λεξικ. σελ. 152 -
Σαν θέλ' η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλαις να 'χει ο πεθερός
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Σαν θέλ' η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλαις να 'χει ο πεθερός
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Παροιμία αναφερομένη εις τον δι' αρπαγής γάμον -
Σαν θέλ' η νύφη κι ο γαμπρός, χαίροντ' οι συμπεθέροι
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Σαν θέλ' η νύφη κι ο γαμπρός, χαίρουντ' οι συμπεθέροι
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Παροιμία αναφερομένη εις τον δι' αρπαγής γάμον -
Σέρνε με κι ας κλαίω κι αν κλαίω ποιό πειράζω;
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Σέρνε με κι ας κλαίω κι όλας!
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Σελλάτο βούϊ αγόραζε και γάϊδαρο καμπούρη, γυναίκα λιανοκάμωτη και χοίρο μακρομούρη
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν. λεξιολ. Σελ. 176 . Σελλάτο = καμπυλόν -
Στάλα και στάλα το νερό το μάρμαρο τρυπάτο, κ' η κόρη με τ' ανάβλεμμα το νειό κατηγορά τον
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Τ' αδρέ μαλλιά 'ς την κεφαλή και τ' απαλά 'ς τον τοίχο
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Τ' αναμέλη τη γυναίκα, ο γληγόρης την επήρε
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Τα έξοδα του γάμου μας, η νύφη δεν τ' αξίζει
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Τα ρούχα δείχνουν άνθρωπο και τα μαλλιά γυναίκα, κι αν είνε κ΄ εκατό χρονώ θαρρείς πως είναι δέκα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Το κοντό κοντορνιθάκι, πάντα δείχνει πουλαδάκι
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Το Μάη βούϊ μη ρεχτής, και τη λαμπρή γυναίκα, κι αν είνε κ΄ εκατό χρονώ δείχνει πως είνε δέκα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν. λεξιολ. Σελ. 174. ρέγομαι= ορέγομαι = ευχαριστούμαι