Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Βλαστός, Παύλος Γ."
-
Μάθια ώμορφα, δυστυχισμένα χέρια
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Μακρυά μαλλιά 'λίγη γνώσι
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Μαύρο σταμνί αγόραζε και κόκκινο τσικάλι γυναίκα λιανοκάμωτη να τα ΄φραθής τα κάλλη
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Με το νου πλουταίν' η κόρη, με τον ύπνο η γιακαμάτρα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Μεγάλ' αυτιά, πολύχρονος
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Να είχαμε τα πρώτα της νύμφης, και τα ύστερα ΄δικά της
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Ξυπόλητη σ' εκάτεχα κ' επάθιες τα χαλίκια, κ' εδά που καλυκόθηκες ζητάς και σκουλαρίκια
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν λεξιλ. σελ. 155, Καλύκωμα=υπόδεσις, παπούτσωμα -
Ο γάμος ο Μαγιάτιοκς, πολλά κακαποδίδει
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Ο Γληγόρης εγρηγόρει, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης την επήρε, του Μελέτη τη γυναίκα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Ο γονιός δίδει την προύκα κι' ο Θεός δίδει τη μοίρα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Ο γυιός γαμπρός δε γίνεται, κ' η νύφη θυγατέρα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Ο Θιός παιδιά δε μου 'δωκε, μα 'γκόνια χορτασέ με
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Ο καθ' ένας μια βελόνα εις της νύφης την κορώνα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Ο κοντός, κόμπος και γέρος, πέρδικα η κοντή γυναίκα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Ο μακρύς, ξεροκαλάμης, κ' η μακριά, ξυλοκαντάρα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν λεξιολ. σελ. 170: Ξυλοκαντάρα = είδος ξυλίνου στατήρος εκ δοκών, επί του οποίου ζυγίζουν τα μεγάλα βάρη -
Ο παντρεμένος καθ' αργά θέτει με την κοκόνα, κι' απάντρευτος 'σαν γάιδαρος θέτει 'ς τον αχεριώνα
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν λεξιλ. σελ. 158: Κοκκώνα = Κυρία, κυρά σύζυγος κλπ -
Ο τροζός γάμος κάνει και τροζά παιδιά
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)Εν λεξιλ., σελ. 179, τροζός = ανόητος, μωρός, ασύνετος -
Ό,τι ιδή η νύφη' ς τον παστό και το παιδί 'ς το λουτρό
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893) -
Όλα μας ξανάστρουφα, κι ο γάμος την Τετράδη
Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)