Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άκογλους, Ξενοφών Κ."
-
Γωνέαν λιθάρ' να γίνεσαι και γονέος να μη γίνεσαι
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Αγκωνάρι να γίνεις και γονιός να μη γίνεις. Λέγεται με κάποια δυσφορία σε περιπτώσεις φροντίδων, ατυχημάτων και γενικά δυσκολιών, που συναντούν οι γονιοί για την ανατροφή, τη σπουδή και τις λαχτάρες, που δοκιμάζουν για τα ... -
Δάβολος κι γλυτών ασ' σα χέρα τ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Τετραπέρατος, πολυμήχανος, διαόλου κάλτσα -
Δέβα αποκαπνίγ' -άτα
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Πήγαινε ν' αποκαπνιστείς μ' αυτά. Αποστροφή θυμωμένα ειρωνική. Λέγεται όταν η προσφορά που κάνει άλλος καταντά παράκαιρη, άχρηστη και περιττή -
Δεσκαλε π' εμάθιζες και νόμον ποι κ' εκράνες
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Όμοιο με το: Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν κρατουσες -
Δουλείαν 'κ' έεις
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)ή δουλείαν μή 'κ' έεις; Ανάλογο με τό: Δέ βαρυέσαι, ή άσε με ήσυχον -
Έβαλεν δέκα οδαδών χαρπούζα σα χολτσούχα-τ
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Έβαλε δέκα οκαδών καρπούζια στις αμασχάλες του -
Έγεντον άμον περδίκ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Έγινε σαν πέρδικα – Έγειανε, δυναμωσε, έγινε τελείως καλά από την αρρώστεια που πέρασε -
Έδεσαν το ταούλ' σην ράχαν – ατ, κι' ατοίν κρούνε τα κοπάλα
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Δεσανε στη ράχη του το τύμπανο, κι' αυτοί χτυπουν με τους κόπανους -
Έκατσα – τον σην αγκάλα – μ, α χτουπίζ΄και τα γένα – μ
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Τον κάθησα στην αγκαλιά μου, θα μαδήσει και τα γένεια μου. Για τους αδιάκριτους κι αχάριστους που κάνουν κατάχρηση της καλωσύνης και της ανεκτικότητας των ευεργετών τους -
Έκλασεν σην θάλασσαν κι εποίκεν μοίραν και μερτικόν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Λέγεται για παράλογες αξιώσεις, ηθικές και υλικές, κυρίως υλικές -
Έναν έργον και δύο δουλείας
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Χρησιμοποιείταιγιά να χαρακτηρίσει την ακατάστατη δουλειά, πού δημιουργεί διπλάσια απασχόληση -
Έναν καιρόν τα τεβέδες πα χουρμάδας έχεζαν
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Ανάλογο με το ... δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα -
Έξ' απέσ'
Άκογλους, Ξενοφών Κ. (1939)Ερμηνεία: Έξω μέσα. Κουταμάρες και ασυναρτησίες. Χρησιμοποιείται και για επίθετο: Κουτός, χαζός, ζευζέκης