Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4441-4460 από 142579
Σ’ έν’ αλώνι, 100 μέτρα όξ’ από το χωριό, εχορεύανε Ανεράϊδες. Ένας τσοπάνης είχε μια από δαύτες αγαπητικιά και βλεπόντανε όταν ηθέλανε. Εκείνο το βράδυ επέρασε μπροστάθενέ τους που χορεύανε και δεν την καλησπέρισε. – Γληγόρη, γιατί δε μίλησες απόψε; του λέει. – ‘Ασε με γιατ’ είμαι στενοχωρημένος. Ζηλεύουνε βλέπεις κι αυτές σα γυναίκες. Το διηγότανε ο ίδιος ο τσοπάνης (ο Γληγόρης ο Βλησμάς) όταν ήταν...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Νεράϊδες Α
Μνια φορά ΄τονιε, λέει, έξε βοσκοί, κιαπύτις εβράδειασεν – ε επέψαν ένα να πάη να πάρη ψωμί από το χωριό. Και ‘πάνω ΄κειέ , λέει, ‘ς τη στράτα, ΄ς του Βεκίρη το ‘σώχωριο, είδεν – ε λέει, λάμψες και γύρου γύρου Νεράϊδες και εχορεύγαν – ε, και ‘ς τη μέση ένα Νεράjδο κ’ ήπαιζε τη λύρα. Και ύστερα τος ήλεγε – Δεν γατέχω ‘γώ λύρα. – Όϊ, κατέχεις (εθάργειεν – ε πως ήταν –ε γυναίκες κ’ εχορεύγαν – ε ‘κειά)....
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Ανεραϊδα, η πληθ. – δες= νηρηΐς: «οι ανεραΐδες υπάρχανε κείνον τον καιρόν.»
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1920
)
Ο ύπνος μέσ' στ' αλώνι
Στα αλώνια που αλωνίζουν με τα ζώα το σιτάρι και κριθάρι οι χωρικοί δεν κοιμούνται διότι πιστεύουν ότι θα φανερωθούν νεράϊδες ή διάφορα φαντάσματα.
Γιαννούχος, Γεώργιος Λ.
(
1961
)
Νεράϊδα= γυναικόμορφον φάσμα, διώκον τους ανθρώπους. Πιστεύεται ότι κατοικεί πλησίον των πηγών. Μτφ. Επί γυναικών νεαρών και ωραίων.
Άγνωστος συλλογέας
(
1908
)
Οι τρεις καλές τσουράδες
Ήτανε δυο ‘ειτόνισσες κ’ επήαινε η μια αμπρουστότερα ‘ιά να (=δια να) πάη στο μύλο ν’ άλεση στο Δανακό (χωρίον). Εκεί πο ‘ πάαινε τς εφώναξεν η άλλη ‘ειτόνισσα να ‘ρθης απάνω ‘κει που πάω κ’ εώ (=κ’ εγώ) ν’ αλέσωμενε, Και την ήβαλενε μεσ’ στ’ αλώνι. Κ’ ήτανε τρεις καλές τσουράδες κ’ εκείνη ‘νόμιζενε πως ήταν ‘υναίτσες που ‘πηγαίνανε ν’ αλέσουνε. Κ’ εκείνες ήτανε καλές τσουράδες, και την εγδύσανε,...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Οι καλές κυράδες χορεύγανε τα μεσάνυχτα.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1920
)
«Ποτέ σας να μη πα να μιλήτε αποπάνω απ’ το πηάδι.» «ήτανε το καλό του πηαδιού τσι ποκρίνονταν κείνο πομέσα» «εκούσαμε μιας φωνή από το πηάδι μέσα» = το στοιχειωμένο πηάδι, ου δης το στοιχειό ωμίλει. «Είδαμε κάτι σημεία, τα οποία ήταν τρομερά εκούσαμε μιας φωνή από το πηάδι μέσα, εφούσκωνε το νερό κι ήχυνε όξω. Είδαμε μιας σας σκρόφα κ’ ερχότανε καταπάνω μας αφού ήρχε από δω ίσαμ’ εκεί, μέσα στο πισοκέφαλό...
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1920
)
Νεράϊδες Ζ
Μνιά φορά ένας άθρωπος ήθελε να γενή λυράρης, και του ‘παν οι jαθρώποι – Ανέθε’ς να γενής καλός λυράρης, θα ‘πά’ να παίξης τη λύρα τω Νεράjδω. Κ’ επήγε ‘ς τη Βίγλα, κ’ ήκαμε με το μαχαιράκι ντου ‘ς τη μέση ταλωνιού για να περμαζωχτούν οι Νεράjδες μέσα. Και ήκατσε ‘ς το γύρο ταλωνιού και ήπαιζεν τη λύρα. Μνια γκοπανιά θωρεί δυό – τρία κουράδια Νεράjδες κ’ επηγαίναν – ε μέσα ‘ς ταλώνι αυτός δεν εμίλειενε,...
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Νεράϊδα γυνή ωράια ξωτικόν. Είναι πνεύματα, κι ωραιότεραι γυναίκες του κόσμου περιφερόμεναι επί της γης και κατά προτίμησιν εις τινα μέρη (Διάβα) βλάπτονται ποικιλοτρόπως τους ανθρώπους, ους ήθελον συναντήσει. Καλότυχες. Ξωτικά: τα φαντάσματα ή πονηρά πνεύματα ως αι Νεράϊδες.
Παπαγεωργίου, Ιωάννης
(
1913
)
Αναράδες
Στον άϊ Νικόλα το Μεραλούδι υπάρχουνε Αναράδες. Είναι τώρα δεκαπέντε χρόνια που εθερίζαμε εκεί, ήτανε μεσημέρι κι ακούαμε απέναντι από τη λαγκαδιά θόρυβο, άκουες τενεκέδες, βαρέλια μεγάλο κακό.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Διάβα (σταυροδρόμιον)= μέρος, οπόθεν διαβαίνουσι διάφορα πνεύματα (Νεράϊδες, Καλότυχες, Ήσκιωμα, Ντέσμα, κτλ.) Ο λαός παραδοξάζει ότι τα διαβαίνοντα ταύτα πνεύματα συνομιλούσι, γελώσι, χορεύουσι τη συνοδεία μουσικών οργάνων, προσκαλούσιν ονομαστί ανθρώπους, τρώγουσι στήνοντα τράπεζαν εις τι μέρος κ.τ.λ., επίσης ότι κακοποιούσι και βλάπτουσι τους ανθρώπους, ους ήθελον συναντήσει κατά την διάβασιν των...
Παπαγεωργίου, Ιωάννης
(
1913
)
Νεράϊδες Γ
Μνιά βολά ‘τονε ένας Νέραjδος κ’ είχε και μνια Νεράjδα γυναίκα ντου. Και το Νέραjδο τον – ε λέγαν – ε Ώφου. Και μνιάν ημέρα πήγε, λέει, μνια γυναίκα ‘ς τα ξύλα, και ‘ς το χαράκι που στάθηκε για να τα σηκώση, είπεν Ώφου! Κ’ επρόβαλεν ο Ώφου (ένας Νέραjδος) κ’ εσκιστήκεν – ε το χαράκι κ’ εβγήκεν – ε και τση ‘πεν – ε -. Είντα ‘σαι σύ; Λέει – Εγώ είμαι μαμμή. Και τση ‘πεν – ε. Η γυναίκα μου κοιλοπονά,...
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Οι καλοτύχες χορεύν’ στ’ αλώνια κάθι μισημέρ’ και μισονύχτ’. Φόντας θα κράξ’ μαύρος πέτος θα χαθούνι.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1961
)
Νεραϊδάλωνα
Εις ένα τέτοιο νεραϊδάλωνο μια βοσκοπούλα, υπό το γλυκύ φως του φεγγαριού, είδε νεράϊδες να χορεύουν και εις σχετικήν πρόσκλησίν των, η άφοβη κόρη κατέφθασεν επί τόπου. Χωρίς να χάση καιρό, με αδαμιαία περιβολή τώρα, έσερνε πρώτη το χορό. Οι νεράϊδες για να την κάμουν να γελάση και της πάρουν τη φωνή, της τραγούδησαν ένα παράξενο και πολύ κωμικό τραγούδι: «Δαίμων ήμουν, δαίμονα είδα, τέτοιον δαίμονα...
Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος
(
1953
)
Παράωρα μιας γυναίκας στο χωριό της φώναξαν οι Καλότυχες (τις λεν και ξωτ’κές) κάνοντας τη φωνή γνωστής της γειτόνισσας, να πάνε στο μύλο. Αυτή χωρίς να τς πάη στη γνώμ’ για κακό ζαλίκωσε τη μιριά (= το ένα μέρος απ’ το φόρτωμα, ένα σακκί) και ξεκίνησε μαζί με την Καλότυχη. Έφτασαν στο μύλο μια ώρα μακριά. Εκεί ξεφόρτωσι το σακκί κι αντί γυναίκα βλέπει έναν γεροδεμένο άντρα. Αυτός τς λέει: Στα Κόκκινα...
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Νεράϊδες: Την νύκτα πηγαίνωσιν εις τας βρύσεις και πλύνουσι ρούχα. Όστις δε ίδη αυτάς μεταβάλλεται εις νεράϊδαν.
Γεωργιάδης, Νικόλαος
(
1890
)
Ότι εν ώρα νυκτός ανοίγει κιβώτιον, εν ω ετρέχονται διαφόρων ειδών γυναικία ενδύματα, ρυπαίνονται ταύτα υπό των Νηρηϊδων, οι ρύποι ούτος προέρχονται εκ των επί των κιβωτίον χρωμάτων, άτινα εν καιρώ θερμότητος αναλύονται.
Μακρής, Παναγιώτης Γ.
(
1890
)
Η Νεράιδα= φάντασμα των ορέων και του αέρος.
Παπανδρέου, Γεώργιος
(
1918
)
Μια γυναίκα με τ’ θυγατέρα της εθέριζαν γεννήματα και έγινεν άνεμοστρόβλος και η μάννα της άσκυψε, αυτή δεν ήθελησε να σκύψει, και την επήραν οι ξωτικές και την επήγαν εις ένα βουνό και την εκράτσαν εκεί. Εκεί ήταν κ ένας γέρος και ηθέλησε να φύγη, τον κατάλαβαν και τον πήραν πάλιν.
Γόνιος, Α.
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση