Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 41-60 από 6798
Τέσσαρες καλόγηροι καθίσανε να φάνε στην Τράπεζα. Είχαν ένα μεγάλο ψάρι βραστό να καταλύσουν. Πρώτος ο γεροντώτερος άπλωσε το κεφάλι λέγοντας : -Εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περί εμού. Ο δεύτερος σήκωσε τη μέση του ψαριού και είπε -Ιδού ο Μεσσίας έρχεται. Ο τρίτος άρπαξε την ουρά και είπε :-Ωραίον ήν και καλόν την βρώ σν. Τότε ο τέταρτος μένοντας χωρίς φαί σήκωσε την ξυλοπνάκα με το ζουμί και την...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Όλες δικές σου
Οταν οι τετρακόσιοι πατέρες έκαναν τους νόμους, είπεν να παίρνη κάθε άνθρωπος έως τρείς γυναίκες. Πετάγεται τότε ένας καλόγερος και λέει στους πατέρας : -Κ εμείς οι καλόγεροι πόσες να παίρνουμε; -Σας των καλογέρων είναι όλες δικές σας! Απαντούν οι πατεράδες
Άγνωστος συλλογέας
(
1929
)
Οι παληοί Δημητσανίτες εφημίζονταν σ'όλο το Μωρηά για τη μεγάλη φιλαργυρία τους. Για να μην ξοδεύουν αρκετό ψωμί, απέφευγαν να τρών αλλατισμένα ψάρια και εν γένει τα αλμυρά φαγητά τα ωνόμαζαν <φονηάδες του σπιτιού.>?
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Τρείς γρηές πολύ γρηές είχανε πιάση το χορό. Πέρασε ο Χάρος και της κύτταζε. -Τι αγαπάς του λόγου σου; ρώτησε η κυρά Μαριώ πούσερνε το χορό. -Ποιά απο τις τρείς σας είνε η ποιο γρηά, ρώτησε ο Χάρος. Τότε οι άλλες ξανάρχισαν τον χορό. -Χόρευε μωρή Μαριώ λέγανε κι όποια είνε γρηά ας το λέη.
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Παππά μου όλος ο κόσμος λέει που μου δίνεις συχνά, ενώ εγώ πρόσφορα δεν είδα απο τα χέρια σου. Αυτά είπησ'έναν παππά κάποιος κουμπάρος του με την ελπίδα να τον καταφέρη να του δίνη και εκείνου κανένα πρόσφορο την Κυριακήν. Εγώ κουμπάρε μου να μη σου δίνω κι ο κόμσμος ας το λέει.
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Κάποιος χωρικός απο το Α΄γαλι της Μαντινείας, όπου γίνονται η καλές μυζ΄ληθρες, έφτιασε κάποτε ένα κεφάλι μυτζήθρα και το μισό το πήγε ως δώρο στον αρχηγό των <ζζαπτιέδων> (Τούρκων χωροφυλάκων) -Και γιατί δεν μου το έφερνες ολόκληρο, αλλά το έκοψες στη μέση; τον ρώτησε εκείνος. -Γιατί, αγά μου, με το άλλο μισό θέλω να στραβώσω κανέναν άλλον απάντησε ο κουτοπόνηρος χωρικός.
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Για τους Μαγουλιανίτες, οι οποίοι φημίζονται γαι την πολυφαγία τους, υπάρχει η παράδοσις ότι, κάποτε σαράντα απ'αυτούς έτρωγαν μ'ένα χουλιάρι, όταν έξαφνα πέρασ' ΄ένας λύκος. Κανένας τους όμως δεν βρέθηκε μ'άδειο στόμα για να φωνάξη.
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Λαικοί Μύθοι
Τρεις ναύτες παρουσιάστηκαν σ΄ένα καραβοκύρη. –Έχουμε ανάγκη από δουλειά του είπανε. –Τι ξέρεις του λόγου σου ρώτησε τον έναν ο καπετάνιος. –Ξέρω όλους τους ανέμους που φυσάνε. –Ανέβα επάνω. Θέλω έναν τέτοιο σαν κι εσένα. Εσύ του λόγου σου τι ξέρεις; Ρώτησε τον άλλον. –Εγώ ξέρω να κάνω το καράβ να ταξιδεύη, πρίμα σούτα. –Καλός είσαι και συ, έλα μεσα. Αλλά η αφεντία σου τι μπορείς να κάνης; Ρώτησε...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Κάποιος Μωραίτης μια μέρα μάλωσε με τη γυναίκα του για τα καλά κι απάνω στο θυμό του έβαλε το χέρι του στο σελάχι για να πάρη το μαχαιρι του και να την σφάξη. Επειδή όμως στο ίδιο μέρος έβαζε και τη σακκούλα με τον ταμπάκο, έβγαλε κατα λάθος αυτή και μόλις τράβηξε μια πρέζα ξέχασε αμέσως όλη την οργή του. Κι έτσι χάρις στον ταμπάκο σώθηκε η γυναίκα απο το θάνατο.
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Οταν οι τετρακόσιοι πατέρες έκαναν τους νόμους, είπεν να παίρνη κάθε άνθρωπος έως τρείς γυναίκες. Πετάγεται τότε ένας καλόγερος και λέει στους πατέρας : -Κ εμείς οι καλόγεροι πόσες να παίρνουμε; -Σας των καλογέρων είναι όλες δικές σας! Απαντούν οι πατεράδες
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Μια χωριάτισσα απο τη Ρούμπελη είχε τρείς κουτές θυγατέρες μα πολύ βιαστηκές για παντρειά. Έστειλε την πρώτη για νερό στη βρύση κάτου στη ρεματιά. Η κόρη ηύρε στη βρύση έναν καβαλλάρη στ' ΄άσπρα ντυμένο με το φέσι του το κόκκινο να ποτίζη ΄' άλογό του. Άμα τον είδε άρχισε να συλλογιέται και να κλαίη, λέγοντας σιγανά αυτό το τραγούδι Κόκκινο σκουφάκ μου κι άσπρε φουφουδάτε μου τάχα Γιάννη να σε λένε...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Οι Κουρσάροι κ' η γρηά
Στους Γαρόγαλιάνους είχαν βγή μια φορά, στα παληά τα χρόνια, πειραταί για ν' αρπάξουνε γυναίκες και παιδιά,σ'ένα πανηγύρι που γινότανε εκεί. Έίχαν βγή κρυφά και είχαν ανακατευτή χωρίς να τους μυριστή κανείς, με τον κόσμο του πανηγυριού. Έλαβαν μέρος μάλιστα και στον χορό, περιμένοντας να νυχτώση για να ριχτούν κατα των πανηγυριστών. Μια γρηά όμως τους κατάλαβε και θέλοντας να ειδοποιήση και τους άλλους,...
Άγνωστος συλλογέας
(
1929
)
Η Μπαμπού
Μια άλλη γυναίκα παντρεμένη, ενώ ο άνδρας της ήταν το βράδυ στο σπίτι, άκουσε τον φίλο της ν' ανεβαίνη στη σκάλα. Πήρε τότε το παιδί της στην αγκαλιά της και με μεγάλη αταραξία άρχισε να το νανουρίζη λέγοντας : Αγάλια – γάλια ανέβαινε. Μωρή μπαμπού τη σκάλα. Γιατί είν' ο τάτας του παιδιού. Φεύγα, μωρή κεφάλα!
Άγνωστος συλλογέας
(
1929
)
Μια φορά στη Δημητσάνα κάποιος ψωμάς είπε του παιδιού του να βγή έξω για να ιδή άν εξακολουθή η βροχή ή άν σταμάτησε. -Έ, ωρέ, πώς είναι ο καιρός; το ρώτησε σε λίγο που μπήκε. -Πατέρα σεν μ' άφησαν η στάλες ν'ανοίξω τα μάτια μου να κυττάξω, απάντησε εκείνο αφελέστατα.
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Τύφλα
Μια παπαδιά είχε πάρει τη συνήθεια να κερνάη το κρασί μόνη της στο τραπέζι. Στου παπά της λοιπόν το ποτήρι έβαζε κρασί ως τη μέση ενώ στο δικό της το ποτήρι απο απροσεξία τάχα, το ξεχειλούσε, φωνάζοντας συγχρόνως σαν νάθελε δήθεν να μαλώση τον εαυτόν της. -Τύφλα. -Το πρόσεξε ο παπάς και της λέει μια μέρα επάνω στο φαί. -για δώσε μου να έχεις την ευχή μου παπαδιά και μένα μια τύφλα.
Άγνωστος συλλογέας
(
1929
)
Άνεμε κι ανεμουλάκι
Κάποια παντρεμένη γυναίκα είχε φίλο, στον οποίο έδωσε ραντεβού ένα βράδυ, γιατί ο άνδρας της θα πήγαινε στο μύλο να αλέσει το σιτάρι. Απο κάποιο εμπόδιο όμως ο άνδρας της δεν βγήκε απο το σπίτι, κι όταν έφθασε ο φίλος της και χτυπούσε σιγά -σιγά την πόρτα, γυναίκα άρχισε να τραγουδά δυνατά το τραγούσι αυτό : Άνεμε κι ανεμουλάκι, τι χτυπάς το μανταλάκις Άντρας μου σακκί δεν ηύρε. Και στο μύλο δενε...
Άγνωστος συλλογέας
(
1929
)
Μια μέρα κάποιος βλάχος περνούσε απο το γεφύρι του Αλφειού και σε μια στιγμή αισθάνθηκε να του φεύγη η καπότα απο τις πλάτες του. Άπλωσε το χέρι του να την πιάση, αλλα δεν επρόφτασε. Κυττάζοντας τότε το ρεύμα που την είχε πάρει φώναξε : -Ά πάει, ωρέ κι αυτή για την ψυχή του πατέρα μου!
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Η Άμυαλη
Μια χωριάτισσα περίμενε μια νύχτα το φίλο της. Μα γύρισε ξαφνικά απ' το αντικρυνό χωριό που βρισκόταν ο άνδρας της. Τότε η χωριάτισσα άρχισε να τραγουδάη, σαν άκουσε τον φίλο της έξω απο το σπίτι : Ποντικέ, τι ροκανίζεις, Τι βροντάς, τι τριγυρίζεις, Δεν ακούς, μωρέ το γάτο, Που σαλπάρει πάνω - κάτω; Βάλ' στα σκέλια την ουρά σου. Κι άμε τράβα στη δουλειά σου!
Άγνωστος συλλογέας
(
1929
)
Μια φορά ένας χωριάτης θέλησε να πειράξη το δεσπό τη του, που αγαπούσε τον παρά. Έσυρε τον γάιδαρό του απο το καπίστρι και τον πήγε στο σεβασμιώτατο. Φίλησε πρώτα το χέρι του κ' ύστερα τον παρακάλεσε να του τον χειροτονήση σε παπά. -Έξω απ' εδώ, καταραμένε είπε ο δεσπότης ήρθες να κοροιδέψεις τα ιερά μυστήρια; Στην οργή απ'εδώ. Ο χωριάτης κίνησε ταπεινός, τραβώντας το γάιδαρο απο πίσω. Τότε ο δεσπότης...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Σε μοναστήρι μια φορά ένας καλόγερος μεθούσε πολύ <Θα σε διώξω, του είπεν ο ηγούμενος άν δεν πάψης το ποτό.> -Ευλογείτε, είπεν ο κρασοπατέρας. Απο δώ κι εμπρός πρόσταξε να παίονω μια οκά μονάχα την ημέρα. Το Σάββατο και την Κυριακή να πίνω όσο μπορώ με την άδεια της αγιοσύνης σου. -Άς γίνη κι έτσι είπεν ο πάτεο ηγούμενος μα να μείνης πιστός στο λόγο σου. Ήτανε Δευτέρα κι ο καλός σου πάει ίσια στο...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
«
»
Αναζήτηση στο DSpace
Αυτή η συλλογή
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Αυτή η συλλογή
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση