Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 3121-3140 of 6798
Γοργόνα = μυθολογικός πτερωτός ίππος.
Μανασσείδης, Συμεών Α.
(
1921
)
Συνήθειαι είς περίπτωσιν αποβολής : Το αποβαλλόμενον έμβρυον ρίπτεται εις ειδικόν κοιμητήριον που υπάρχει εις τον νάρθηκα παρακκλησίου. Και το παιδί αυτό,ως και κάθε αβάπτιστον που πεθαίνει, εν ώρα κρίσεως φωνάζει ''Φόνισσα μάννα δός μου το φώς μου''.
Παρθένης, Κωνσταντίνος
(
1952
)
Πρό τινων ετών μία διάδοσις, ότι στο ορεινό χωριό της Ναυπακτίας-τη ΜΙΚΡΗ ΠΑΛΟΥΚΟΒΑ-νύν ΛΕΥΚΑ- παρουσιάζεται κατά τας σκοτεινάς νύκτας εις τα γιδοπρόβατα, ένα παράξενο ξωτικό, ένας τράγος με ανθρωπίνην μορφήν, ο οποίος προκαλέι τον πανικόν και τον θάνατον των ανωτέρω ζώων, ανεστάτωσε και κατετάραξε τον κόσμον των ποιμένων.
Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος
(
1953
)
Λύξα
Στο μεγάλο Περτουλιώτικο δάσος Βαθύ, κανένανς τσέλιγκας δεν τολμούσε να βοσκήσει τα πρόβατά του, γιατί κάποιο θεριό με μορφή λύξας έβγαινε τις νύχτες και σκότωσε τα πρόβατα, αγγίζοντας τα με τα μεγάλα νύχια του. Οι τσοπάνηδες ξηγούσανε, ότι είταν κάποιο φοβερό χαμοδράκι.
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Όντε πάνω στην Τήνο είναι αδύνατο παεμό και γυρισμό να μην κάμη φουρτούνα. Οι δαίμονες ταράσσουν τη θάλασσα για να μετανιώνουνε οι ανθρώποι.
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Γοργόνα=κακήγρια, στρίγλα, γελού.
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ
(
1922
)
Πως έγινε ο ποταμός Άραχθος
Ήταν τρία αδέρφια, τρία στοιχειά, που γύριζαν από βουνό σε βουνό και από ράχη σε ράχη και πουθενά σεν σταματούσαν. Τα ονόματά τους ήταν : Άραχθος, Βουβός (Λούρος) και Άσπρος (Αχελώος). Ο Άραχθος ήταν ο μικρότερος απ’όλους. Κυνηγούσαν όλα μαζί και συγκέντρωναν την τροφή τους σ’ένα μέρος κοντά στο Μέτσοβο. Ο μικρότερος που ήταν λαίμαργος έτρωγε και το μερίδιο των αδερφιών του. Τα άλλα αδέλφια υπέφεραν...
Γεωργούλας, Σωκράτης Δ.
(
1966
)
Ο Μέγας Αλέξανδρος είδε ‘ς τα’ όνειρόν του να κατέβη ‘ς τη θάλασσα σαράντα χιλιάδες οργυιές ‘ς το βάθος, κ’εκειά μέσα να βρή τ’αθάνατο νερό. Αυτός έκαμε μια γυαλένια κάσσα όπως τον εδιάταξε ένας Άγγελος και του ‘πε να μείνη μέσα σ’αυτή σαράντα ώρες. Την κάσσα αυτή την έδεσε με μια αλυσίδα. Αλλά πρωτύτερα είχε πεί, άμα κουνήση την αλυσίδα, να τόνε σύρουνε ‘πάνω. Κατά τύχη επέρνα ένα χέλυ ‘ς τσοι σαράντα...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1939
)
Γοργόνα = πλεονέκτης γυνή (πόλις Τήνου)
Φιλιππίδης, Ν. Ζ.
(
1929
)
Γγ Άραχτα τσ' θάλασσας
Βαθειά ήτανε χωμένη μέσα στον πάτο της θάλασσας η τρομερή αράχτα. Η αράχτα που έκανε τόσες μανάδες να κλάψουνε, τόσες νηές να χάσουν τους καλούς των, τόσα παιδάκια να μένουνε βουτηγμένα στα μαύρα. Σαν ήτανε μπουνάτσα, μόλις φαινότανε, ίσαμε το κεφάλι ανθρώπου που κολυμπά. Μα όταν έπιανε φουρτούνα εθέριεβε, μεγάλωνε. Και τα καυμένα τα καίκια ανύποπτα πέφτανε απάνω της. Γιατί, κατά πώς λέγανε οι παληοί,...
Άγνωστος συλλογέας
(
1929
)
Tώρα τι να σας πώ για το ζουζουλικό του Μαυρομάτη στο Μαύροβο που επισκέφθη και ο κ. Τανάγρας; Εκεί γεννήματα μπόλικα... και ποντικαρέοι συντάγματα, με κάτι ουρές σαν πλεξούδες Κινέζικες, που έβγαιναν από τις χαραμάδες του ταβανιού.
Παπαθωμά, Θ.
(
1936
)
Αθάνατο νερό
Ύδωρ εκ του οποίου γευθείς τις καθίστατας αθάνατος. Κατά τας προλήψεις του λαού ο μέγας Αλέξανδρος εις τας περιηγήσεις του ακρών τοιούτον νερόν εφύλαττεν αυτό χωρίς όμως να πίη η δε αδελφή του εκ περιεργείας γεκθείσας εξ αυτού το έχυσεν έπεντα ιδαύσα ότι ήτο απλούν ύδωρ αλλ'αύτη μέν κατέστη αθάνατος περιολανωμένη εισέτι εντός του Ευξείνου πόντου, ιχθύς κατά το ήμισυ, εκείνος δε απέθανε μη έχων αυτό...
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1928
)
Περί της αδελφής του μεγάλου Αλεξάνδρου πιστεύει ο λαός ότι περιπλανάται εινέτι εντός της Μαύρης θαλάσσης, ούσα κατά το ήμισυ ιχθύς τιμωρηθείσα ούτω εκ της αράς του αδελφόυ της, οπότε κλικέρης της εζήτησε το αθάνατον νερόν και δεν είχε να του δώση. Ερωτώσα δε τους πλέοντας περί του αδελφού της, εάν μεν ούτοι της είπωσιν, ότι ο Μέγας Αλέξανδρος απέθανε, βυθίζει τα πλαία των , αν δεν ότι ζή και βασιλεύει,...
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1928
)
Την Πρωτομαρτιά συνηθάνε να βάνουν αγριοκρέμμυδους στα κεραμίδια, επειδή είναι φυτό αθάνατο, να μην πεθάνη και ο άνθρωπος. Έχει πέσει απάνου του το αθάνατο νερό, όταν το πήρε από τον Μέγαν Αλέξαντρο η αδελφή του. Έσπασε λέει το μπουκάλι κι έπεσε απάνου στην ασκληθιά (έτσι το λένε το αγριοκρέμμυδο). Τη βάνουν στα κεραμίδια απο την παραμονή.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Το βαλόφιδο
Μια βουλά ξιπιτάχθη απ'τη θάλασσα, ιένα μεγάλο θηριό πούχε κεφάλι είκουσι βουλές τρανήτερο απού βουβαλνό κεφάλι. Απου τη μέση και κάτ'του θηριό, είταν φίδι, χουντρό σαν αφτούνου του ιλάτι, κι'μάκρους άλλου να δούν τα μάτια σ'καμμιά πεντακουσαριά πήχια. Απού δώ ως την εκκλησιά. Είχε και κάτι δόντια, σουβλερά και μακριά όσου πάν τα χέρια. Του φίδι πάισε καταπάνου σε καράβι. Του βάρεσε μίνια κι άλλη...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Γούργουρας, ο ούτω καλούσιν οι αλιείς τον υποτιθέμενον φύλακα του ακατίου των, όστις κατά την άνοιξιν εν καιρώ νυκτός κτυπά κάτωθεν της τρόπιδος τακτικές εις την πρώραν, την μέσην και την πρύμναν και τανάπαλιν. Ο αυτός λέγεται και ντούκτουκας αμφότεροι ονοματα(πε) ποιημένα οι λέξεις.
Άγνωστος συλλογέας
(
1956
)
(μικρή) Γοργόνα (είς γυναίκα κακοποιόν, φίλερον)
Διαμαντάρας, Αχιλλέας
(
1924
)
Ο καλόγκρος της Άτοκος
Οι ψαράδες παλιότερα που έβγαιναν με την τράτα τους στα νησιά, όταν περνούσαν μεσημέρι απο την Άτοκο, έβλεπαν πάνω στο βράχο της έναν καλόγηρο να κάθεται, σα φάντασμα. Αυτοί έκαναν το σταυρό τους, αλλά κι'εκείνος έκανε το ίδιο.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Μακεδόνα=ακροστόλτον-το επί της πλεύρης του πλοίου κόσμημα, όπερ συνείθες είναι γυνή ωραία μέχρι της οσφύος, κάτωθεν δε ιχθή.
Αλεξανδρής, Απόστολος
(
1919
)
Ο Μ. Αλέξαντρος επήγε για τα’αθάνατο νερό. Είχε ένα άλογο και μπήκε σε μια σχιμάδα που ανοίγανε δυο βουνά. Επήρε το αθάνατο νερό, εκλείσανε τα βουνά ίσα-ίσα την ουρά του αλόγο του. Επήγε στο σπίτι του και το φύλαξε, αλλά η αδερφή του δεν ήξερε τι ήτανε και το πέταξε πάνω σε μια αγριοκρεμμύδα (τη λέμε ασκληθιά). Από τότε το φυτό αυτό μένει αθάνατο. Όταν ο Μ. Αλέξαντρος εγύρισε σπίτι του εζήτησε το...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login