Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 1821-1840 of 6798
Διάβολος
Διάσκαντζος (ο)= διάβολος δαίμων.
Φιλανθίδης, Μενέλαος Π.
(
1894
)
Κατσιπόδης: ο διάβολος, ου οι πόδες όμοιοι προς τους της κατσίκας. Κατσιποδκιά: διαβολική επήρεια, βασκανία, κακό γούρι.
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.
Εωσφόρος, ο – οι εσφόροι= άνθρωποι κακοποιοί
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1923
)
αντίχριστος (ο)= σατανάς
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1923
)
Μακροπο(δ)ίτης (ο)= Διάβολος. Απαντά εν Μεσαορία. Συνώνυμον τοις: οξωποδάς και μακροπό(δ)ας.
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.
Εδώ κι 50 χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι αγγέλ’ κι οι διαβόλ’ φαίνουντι μόνο στους αγαθούς. Μάλιστα ένας αγουγιάτης στου δρόμου απάντησι ένα σκυλάκ’ κι με λίγ’ ώρα τ’ παρουσιάζιτι σα βουβαλάκ’ κι τουν ακουλούθ’σι ως του χουριό. Αμ’ ικεί μόλις άκ’σι τα κουκότια να λαλούν έγινι άφαντου. Αυτός ου άνθρουπος απ’ του φόβου τ’ έμεινε τρεβλός.
Βραχνός, Ν.
Κουτσοπόδαρος ή κουτσονούρης: ο διάβολος
Τσικόπουλος, Ι.
Η καλή gιούρα: η νεράϊδα, η διαβόλισσα. Το καλοκιουραδάκι: το διαβολάκι. (λέγεται και για τα παιδιά).
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή
(
1926
)
Στιό. Μια γένεται γάτα, μια γένεται σκλί, μια γένεται αρκούδα. Ένας είχε πεύκα στο Σαρακίνικο. Φανερώθ’κε μια αρκούδα. Γύρ’ζε μια μπροστά, πήγαινε μια πίσω ως τον Άη Λια, χάθ΄κε. Απ’ την τρομάρα του πέθανε αυτός. Για το στιό λένε το Πάτερ ημών και το πιστεύω. Η μητέρα της Δ. Κεφάλα είχε πάει στη θάλασσα να φκειάση αλάτι. Βλέπει μια γάτα. Δεν έδωσε προσοχή. Έξαφνα γένται μια αερούνα σηκώνουνται τα...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1942
)
Οντόν επρωτοχτίσανε τον άγιο Νικόλα, στα Μύρα τση Λυκίας, ήτρεχε κόσμος κι επήγαινε κι επροσκύνανε. Καθαείς που πήγαινε εβάστανε και πράμα τάσιμο στον άγιο. Μιαν κοπανιά επηαίνανε μιαν παρέα προσκυνητάδες. Στο δρόμο τως επάντηξε μια γρά γρά κι εβάστανε ένα λαδικό, γεμάτο λάδι και τώσε λέει: «Πάρετε κι εμένα τουτονέ το λαδικό και βάλετε μιαολιά λάδι στα καντήλια, γιατί εγώ η κακομοίρα είμαι γρα και...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Σκατόφωλος: ο Διάβολος
Πουλάκης, Δ.
Γαμόκοτσος= δαίμων ή διάβολος, λέγονται γαμοκοτσέλοι οι δαίμονες της νυκτός και των ρυάκων εμφανιζόμενοι μάλιστα κατά το προ των Χριστουγέννων τεσσαρακονθήμερου και το μεταξύ χρ. κ θεοφανίκων δωδεκαήμερον. Το στόμα εσχηματίσθη εκ της εν Ρουμλουκίω κατ’ ευφημισμόν βωμολοχικής εκφράσης «γαμώ το κότσι τους» = ο διάβολος εκείνος μακρυά απ’ εδώ.
Τσικόπουλος, Ι.
(
1912
)
Το ξωτερικό= ο διάβολος, το διαβολικό, Το ξωτικό= ο διάβολος, το διαβολικό. «Ελλάξασί σε, καμένο, τα ξωτικά». «Μα πο (=μα γιατί) dο (του) διαβάζουσι κιόλα τίοτα εκκλησιαστικά, να μην πάει νάχη τίοτα ξωτερικό».
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή
(
1928
)
Κοτσικονούρης= ο δαίμων.
Σαμίδης
(
1905
)
Απόφανος
Καμιά φορά τη νύχτα ο άνθρωπος ακούει έτσι κάπου σαν κουβέντα. Αυτό είναι απόφανος, είναι φωνή από δαιμόνια.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1948
)
Για το διάβολο
Στο Κεφαλόβρυσο, κει κάτου στα χωράφια μας έναι κεφαλόβρυσο, αγκαλά το είδες και του λόγου σου που διάκαμε μαζί, κει βγαίνει νερό. Διάκε ένας το βράδι, για να πάρη νερό και βρήκε έναν παπά και διαβάζε με το χαρτί. Φοβήθηκε, διάκε σπίτι του, το λέει. Του λέει ο αδερφος του: ψέματα λές. – όχι – εγώ θα πάου να ιδώ – Θα πας, αλλά θα πας την ώρα που πήγα κι εγώ – Ναι την ώρα. Και πήγε και κείνος την ώρα...
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
(
1938
)
Μύλος. Ο διάολος ήθελε νάρθη να μπη ςτο μύλο, είδενε λοιπόν πολλοί σταυροί κι ηφοβήθηκενε. Εστάθηκενε λοιπό απόξω από το παραθύρι και γράφει τις ψευτιές του μυλωνά. Τις ψευτιές μας ο διάολος δεν τις ξέρει, γιατί είναι απόξω, μόνο τις ακούει. Μηδέ τσι ψευτιές μας, μηδέ τσι αδικές μας.
Σιγάλας, Α.
(
1924
)
Διάβολος
Κατοικεί στις διάφορες τρύπες, εξ ου και «στου Διαβόλου την τρύπα».
Ράγκος, Ιωάννης
(
1939
)
Λυκοφαγωμένος, ο= ο διάβολος π.χ. φύγε από κοντά μου, λυκοφαγωμένε.
Πετρόπουλος, Παν.
(
1930
)
Ο λαός δεν τρώγει το κρέας κρημνισθέντος ζώου ή φονευμένου θηράματος εάν τυχόν ήθελε μείνη έξω την νύκτα, διότι ως υποπτεύει το επεσκίασεν ο διάβολος «Δρασκέλισε το ήσκιωμα». Του κρημνισθέντος δε ζώου δεν τρώγει το κρέας και εάν παρετήρησεν όρνεα τρώγοντα εξ’ αυτού. Των δε σφαγείων το κρέας, εάν τυχόν ήθελε μείνη δια την επομένην διαπερά δια τινος σιδηρού οργάνου, ίνα μη υποστή την επήρειαν του πονηρούυ...
Παπαγεωργίου, Ιωάννης
(
1913
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login