Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 1621-1640 of 6798
Μια στην Άρνισσα έβλεπε μόλις πλάγιαζε στο κρεββάτι να κοιμηθή, πριν να την πιάση ο ύπνος ένα χέρι τριχωτό που ερχόντανε να την πιάση στο στήθος. Αυτό γινότανε τακτικά και αυτή επήγαινε εδώ κ εκεί για να γιατρευτή. Της είπαν να πάη στη Ζέρβη (χωρίον Ζέρβη). Εκεί είναι δύο πέτρες που ενώνονται και κάνουν σα γέφυρα. Εκεί ν' αφίση ένα σημάδι από το ρούχο της και να βάζη κάτω από το μαξιλάρι της όταν...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Σφανταξιά= η εμφάνιση σφανταχτού
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
(
1919
)
Σαμπάνης ο – ίδες (Δ.Κ.) Φάντασμα, Σαραντάπηχος ο Γίγας. Του σαραντάπηχου το μνήμα.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
(
1919
)
Τα φαντάσματα γυρίζουν τη νύκτα μέχρι να λαλήση ο πετεινός. Άμα λαλήση ο πετεινός τα κακά φεύγουν και δεν υπάρχει κίνδυνος.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Πλαγιάζαμι γέρος κι η γριά. Τη νύκτα ακούγω κι τραβούσανι τα καλάμια. Βγάζω το κιφάλι μου κι βλέπω ένα dρεβίση με τα παπ'τσέλια τ' ορθά, βαστά και τρία τέσσερα καλάμια κι τα σέρν' κι πάγαινε κατά τα μνήματα. Ήτανε ντεντές. [ντεντές= μέρος που έθαφταν τους Τούρκους, τους μεχαμετλήδες, τους αγίους να πούμε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1940
)
Κόλι= φάντασμα. Νύχτωσε τσαι θα βγη το Κόλι.
Σταμπόλας, Π.
(
1933
)
Η Λανάρου (η Λανάρω): Φάντασμα δι ού απειλούν τα νήπια δια να παύσουν από το να κλαίουν. Την παριστάνουν ως γραίαν τερατωδώς άσχημον, ζαρωμένην, ατημέλητον, και με τα μαλλιά της κεφαλής της ξέμ πλεγα. Προς νήπιον: Πάψι, θα φωνάξου τ' Λαναρού να κατίβη από την οροφήν της οικίας) να σε φάη!”. (Η ετυμολογία της λέξεως προήλθεν εκ προσωποποιήσεως. Συνήθως εις τα χωρία το ξάσιμον των μαλλιών εις τα λανάρια...
Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος
(
1927
)
Καλαπόδης= ο διάβολος. Ίσως κατ΄ευφημισμόν αντί κακοπόδης.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
Σφανταλιό= φάντασμα. Σφανταχτό= φάντασμα. Σφαντάσει (το μέρος ο τόπος) έχει σφανταχτά. Σφανταξιά, η= Εμφάνισης σφανταχτού.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
(
1919
)
Φαντάσματα
Σε σταυροδρόμι υπάρχουν φαντάσματα. Στην αγριογκοριτσά (αγριαπιδιά) δεν πρέπει στη σκιά της να κοιμηθή κανείς διότι αρρωσταίνει. Παλαιά εφοβούνταν τη νύκτα τα φαντάσματα και έτσι δεν έβγαιναν από το σπίτι μέχρι να λαλήση ο πρώτος πετεινός. Τότε έφευγαν τα φαντάσματα.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Κουτσονούρης= ο διάβολος εν Κων/πόλει
Γούναρης, Κ.
Σαρακηνός= φάντασμα
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
(
1919
)
Αξαποδίτης= εξαποδίτης (εξ από δω= διάβολος). Αντίθεος= διάβολος
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
Διάτανος= σατανάς, διάβολος, (τι διάτανο;)
Μίνσκης, Ν.
πειρασμός, ο= σατανάς: “βρε πειρασμέ, σαλάγιασε πια”
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1918
)
Δαιμονικά= τα των δαιμόνων. Έχει δαιμονικά= δαιμονίζεται – μένος= μανιακός. Δαιμονιάρης= τω διαολιάρης, μανιακός.
Λουπασάκης, Στυλιανός Εμμ.
Ο αδερφός μου νύχτα ερχόντανε στο χωριό. Στην Άνω Κώμη (πρώην Άνω Βάνιτσα) που ήταν ένα καραγάτσι (=κούφιος κορμός δένδρου) ακούει μια φωνή κοριτσίσια σαν να κλαιγε. Τότε έσβυσε και το φανάρι του. Κατάλαβε τότε τι συνέβαινε. Μάλιστα από εκεί εβγήκ το κορίτσι και ήρθε και με σκούνταγε. Εγώ άναψα το τσιγάρο μου και ξανά με εσκόνταγε. Τότε άναψα το φανάρι και έφυγε.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Εν τω χωρίω Πιόντες του τέως δήμου Λαγείας φέρεται η εξής παράδοσις. Έζη ποτέ εν τω χωρίω γενναίος και τολμηρός ανήρ ονόματι Μακρούτσος, ον εσέβοντο και ετίμων πάντες οι συγχώριοί του ούτος ειργάζετο επι πολλάς ημέρας προσπαθών να περικλείση δι’ υψηλού τείχου εν εκ των κτημάτων του. Πρωΐαν τινά όμως ελθών εις την εργασίαν του παρετήρησε μετ’ απορίας, ότι είχε κρημνισθή ολόκληρος ο τοίχος, ον είχε...
Τσουμελέας, Σ.
(
1916
)
δαίμονας, δαιμόνου, τρισδαίμονας, δαιμονισμένος, δαιμονισμένη, εδαιμονίσθη
Μαδιάς, Γεώργιος
(
1919
)
Ήτανε ώρα δύο τα μεσάνυχτα. Συναντηθήκαμε δυο χωριανοί για να πάμε με τα μουλάσια στο χωριό Μηλιά (Πρώην Μηλουτίνη). Σε μια στιγμή προς το νεκροταφείο είδαμε μια φλόγα και να σηκώνεται πολύ ψηλά. Έπειτα έσβυσε. Άναψε πάλι και έκαιγε. Είπα τότε στο φίλο μου να πάμε να δούμε. Δεν ήτανε πολύ μακρυά. Αυτός δεν θέλησε και πήγα μόνος μου. Δεν βρήκα όμως ούτε φωτιά ούτε ξύλα ούτε και στάχτη. Εγύρισα πίσω...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login