Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 1001-1020 από 6798
Το σκούξιμο των ψυχορραγούντων
Όταν ασθενής τις ψυχορραγή, συνηθίζουσιν εν Καστρίω να τον σκούζουν οι παριστάμενοι εκβάλλοντες γοεράς και ανάρθρους φωνάς, δι ών πιστεύουσιν ότι κατορθούσι να γυρίση η ψυχή πίσω δι ολίγας ημέρας είτε ώρας.
Άγνωστος συλλογέας
(
1916
)
Η ψυχή τ' αθρώπου άμα 'ποθάνη πηγαίνει 40 μέρες 'ς το σπίτι γιαυτό άφτουνε καντύλι.
Σταυρακάκης, Ιωάννης
(
1909
)
Έντυμα (το)= ο ίσκιος, το φάσμα του ετοιμοθανάτου.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
(
1919
)
Αδικοσκοτωμένοι
Εάν ένα τον σκοτώσουν και έτσι δεν πεθάνη με φυσικόν θάνατον λένε ότι στο μέρος που εχύθηκε το αίμα του την νύχτα παρουσιάζεται το στοιχειό, η ίδια η ψυχή του πεθαμένου και βογγάει.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Άλυωτος = ο μη διαλυόμενος εν τη γη νεκρός ένεκα γεωλογικών λόγων: θεωρείται δε και παρά τω λαώ ως αναθεματισμένος εξ ου και η εκφρ. “βγήκε ακέριος κι άλυωτος δηλ. Βρυκόλακας”.
Ρέκας, Β. Δ.
Εις την Ήπειρον κ Θεσσαλία πέζεται η δοξασία ότι αι ψυχαί περνούν από τον τόπο της λησμονησιάς κια λησμονούν τον Απάνω κόσμο και ό,τι εγνώρισαν και είδαν.
Χριστοβασίλης, Χ.
Όταν έχωμεν πεθαμένον επάνω στο κάρρο και τον πηγαίνομεν στο χωριό του, δύσκολα τον τραβούν τα ζώα. Έχουν μεγάλο ζόρι. Πρέπει να ρίξωμεν πάνω στο κουφάρι λίγο χώμα, δια να το σύρουν άνετα. Αυτό το έπαθε ένας στην Κλαδοράχη, χωριόν κείμενον δύο ώρας πεζή απ’ όπου ευρισκόμεθα.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
άλυτος = ο μη λυόμενος, διαλυμένος εις τα εξ ών συνετέθη, είτε ένεκα αφορισμού είτε ένεκα κακουργήματος τινος, ο διέπραξε άρα “άλυτος, που να μη λυώση”.
Δένδιας, Μιχαήλ
(
1915
)
Άμα καένας φωνάζει που (θ)α αδικοσκοτωθή παίρομε τον παπά και τον πααίνομε και του διαβάζει και σταματάει, το αίμα το ει ουν ξεπλένουντο ή ξουν το.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Χαροκουβαλώ : ίσως θα πή : κουβαλώ νερό του Χάρου = ψυχομαχώ.
Πουλάκης, Δημ.
(
1924
)
Άλυτος = ο μη διαλυθείς εις των νεκρών (απαίσιον εν Κρήτη).
Λουπασάκης, Στυλιανός Εμμ.
Η ψυχή
Αν πεθάνη έγγυος και φθάση “στον άλλον κόσμο”, οι ψυχές όταν την αντικρύζουν λένε “για αναμετράτε (παραμερίστε) να περάση μια γομάρα φορτωμένη”.
Γεωργούλας, Σωκράτης Δ.
(
1966
)
Το στάρι που τους κάνουνε στα μνημόσυνα το πάνε οι πεθαμμένοι δώρο στο Μεγαλοδύναμο. Λειτουργάνε και στον Κάτω Κόσμο όπως και στον απάνω κι όσοι στον Πάνω Κόσμο δεν πάνε στην εκκλησία και τρώνε πρίν να σχολάση, η εκκλησιά, δεν τους δίνουν κάτω αντίδερο των πεθαμμένων τους. Τους λένε: Να πάς να σου δώκη η μάννα σου ή η αδερφή σου ή η γυναίκα σου, που τρώει την ώρα που λειτουργιέται η εκκλησά. Και λέγει...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
“Ίδα ιά σκότουσαν νια βουλά έναν ανθρουπου κι μπούρζι του αίμα τ' τ' νύχτα”. [μπουρίζω= κυρίως μυηώμαι επί βοός, μπουρίζει και το αίμα του φονεμένου.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1922
)
Ασκιά = σκιά, φάσμα
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1888
)
Επίσσωσε το καΐκι. Λείψανον της αρχαίας δοξασίας, καθ' ων οι νεκροί διαπεραιούνται εις του μετά θάνατον κόσμον δια του σκαφιδίου του Χάρωνος. Επειδή όταν παρασκευάζωνται οι ναυτικοί προς απόπλουν καλαφατίζουν και επισσώνουν το σκάφος, εν μεταφ: φέρεται η φράσις επί των ετοιμοθανάτων.
Άγνωστος συλλογέας
(
1892
)
Έντυμα (το)= φάσμα ετοιμοθανάτου ή και νεκρού.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
(
1919
)
Η ψυχή για να πάη στον παράδεισο περνά απο ένα γεφύρι σαν τρίχα. Άν είναι καλή η ψυχή, το γεφύρι θα πλατύνη να περάση, άν είναι κακή θα μείνη το γεφύρι στενό και η ψυχή θα πέση κάτω.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Τα ψ'χοσσάββατα πααίν'νι (στ΄ν εκκλησιά) σταρ' για σ'χώριου. Τ'μ Μιγάλ' Πέφτ' πααίννι κι κ΄λουράκια στ'ν εκκλησιά γαι τα μικρά (πεθαμένα) πιδάκια. Τα μικρά πιδάκια είνι στουμ Παράδ'σου κι κρατούν στα χιράκια τ'ς αύτινα τα κ'λουράκια.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1922
)
“Όπους τους έθαψαν, αδιδέτσ' τους ηύραν. Αΐλειουτουν (άλυωτον), είχι αφουρισμό!”.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1922
)
«
»
Αναζήτηση στο DSpace
Αυτή η συλλογή
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Αυτή η συλλογή
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση