• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 1-10 of 120

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Είταν ένας καλόγερος στ’ Άγιον Όρος π’ δεν ήκανε τίποτ’ όλη μέρα, παρά να κάθεται και να θαυμάζ’ μιαν εικόνα. Είταν πολύ ωραία εικόνα αυτή, πολύ ωραία Παναΐα. Αλλ’ αυτός πουθενά δεν πήγαινε, ούτε να φάει με τ’ς άλλ’, όλο εκεί. Είχε έρωτα μ’ αυτή τ’ν εικόνα. Τον ήβαλε λοιπόν ο ‘γούμενος τιμωρία, π’ δεν ήκανε τα καθήκοντα τ’. Θύμωσε πολύ αυτός, λέει, «Γιατί Παναγΐα μ’ να γίν’ αυτή η αδικία, π’ εγώ εσένα θαύμαζα;». Κι όπως είχε κεί ένα σουγιά τ’ς δίν’ μια τ’ς εικόνας κ’ ήτρεξε αίμα απ’ τ’ν εικόνα. Αμέσως τότε κατάλαβε τι ‘χε κάν’ και λέει : «Σ’χωρεσέ με Παναγΐα μ’, δεν τούθελα». «Ναι», τ’ λέει, «αλλά δε θα λυώσ’ το χέρ’ σ’». Αυτός ο καλόγερος καταφέρ’ ένα καπετάνιο να τόνε παρ’, πήραν και τ’ν εικόνα στο καΐκ’ και φύγαν. Τσούπιασ’ όμως μια κακοσύν’, μια φουρτούνα, βούλιαξε το καΐκ’ και πνιγήκαν κ’ οι δυό. Ας αφήσουμε τώρ’ αυτοί κι ας έρθουμε δώ στη dήνο. Είταν κάτ’ ψαράδες χωριανοί στα Κιόνια και δήκαν το βράδυ ένα φώς στη θάλασσα. Είταν η εικόν’ αυτή. Τνέ πήραν, πήραν και τον παπά και τνε πηγαίναν για το χωριό. Είχε μεγάλα μάτια η εικόνα και τνε πήκαν Μεγαλομάτα. Στο δρόμο ο παπάς δεν ήξαιρε από που να πάει. Λέει : «Ποιο δρόμο να πάρω;» Οι μισ’ φώναζαν : «Πάνω Παπά», οι άλλ’ : «Κάτω παπά». Οι δρόμ’ εκείν’ λέγονται έτσι και σήμερα : «Πάνω Παπά», «Κάτω παπά». Παραπάνω στάθηκαν λιγάκ’ να ξαποστάσουν και τ’ν ακ’μπίσαν κάπου τ’ν εικόνα. Το μέρος εκείνο το λέν «Ακ’μπίστρα». Και το αίμα που ‘βγαλ’ η εικόν’ απ’ το σουγιά φαίνετ’ ακόμα. Ύστερ’ από καιρό, πέρασ’ ένας καπετάνιος από μια ακρογιαλιά κ’ είδε κάτ’ μαύρο να βγαίν’ από τ’ν άμμο. Είταν το χέρ’ τ’ καλόγερου. (Μεγαλομάτα = Στο μέρος που βρέθηκε η εικόνα, στην παραλία, έχτισαν ένα εκκλησάκι, την Παναγία την Κιονιώτισσα, Κάτω Παπά = Επίσης και το λαγκάδι λέγεται «λαγκάδ’ του παπά»). 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Είταν μια φορά να ‘ρθούν σ’ ένα σπίτ’ εδώ οι Μοίρες για να μοιράσουν ένα κοριτσάκ’. Συγυρίσαν λοιπόν, βάλαν στο τραπέζ’ τ΄ς δίσκοι με τα γλυκά, καθάρισαν καλά, ήλαμπε το σπίτ’΄από πάστρα. Κάποιος όμως ήφαε ελιές και ξέφυγ’ ένα κουκουτσ’ στη σκάλα κ’ ήμειν’ εκεί. Ρ’θήκαν λοιπόν οι Μοίρες, λέει η μια: «Να γίν’ ωραία», λέει η άλλ’: «Να γίν’ πλούσια», λέει κ’ η τρίτ: «Να γίν’ κουβαντού». Όπως φεύγαν όμως πάτησ’ η μεγάλ’ η Μοίρα το κουκούτσ’ και γλύστρησε. Θύμωσε πολύ. Λέει, «Θα γυρίσω πίσω να το ξαναμοιράσ’ αλλιώς». Κ’ είπε: «Τα παίρνω πίσω κι όταν γίν’ς δεκαεφτά χρονώ, θα πνιγείς σ’ ένα π’γάδ’!». Το φυλάγαν το παιδί καλά όσο μεγάλωνε, χτίσαν και το π’γάδ’ να μην πέσ’. Τ΄ μέρα που ‘γινε δεκαεφτά χρονώ τούχαν κρυμμένο. Ξέφυγε όμως το κορίτσ’ και πήγε στο π’γάδ’, αλλά επειδή είταν χτισμένο και δεν μπορούσε να πέσ’, ήκανε τρεις φορές γύρω γύρω κ’ ήσκασε. Γι’ αυτό προσέχουν να ‘ναι πολύ καθαρό το σπίτ’, όταν ερχόνται οι Μοίρες. [Στη σελ. 432 στ.23 αντί «κουβαντού» γράφε «κουβαρντού», Ρ’θήκαν= Ήρθαν]. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Ένας Σκλαβοχωριανός αγαπούσε μια Κωμιακή και τ'ν ήκλεψε. Πήκαν λοίπον απ' την Κώμ' πήραν όπλα, “Ένα τόσο δα χωριουδάκ' είναι θα το πατήσουμε να τνε πάρουμε πίσω”. Μόλις φτάσαν όμως στ'ν Αγία Παρασκευή τι να δούν; Απ' τ'ν εκκλησία ως το χωριό είταν ένα ολόκληρο τάγμα εύζωνοι κ' είχανε πιάσ' το δρόμο. “Ω”, λέν, “μωρ' αυτοί φέραν ολόκληρο τάγμα. Που να τα βγάλ'ς πέρα μ' αυτοί”. Και γύρισαν μπρός – πίσω. Είτανε θαύμα τ'ς Αγία Παρασκεύης. (Σκλαβοχωριανός = Απο το Σκλαβωχώρι χωριό ορθόδοξο, Κωμιακή = Απ' την Κώμη = χωριό καθολικό) 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Μια φορά ο Πέτρος ο Σανταμούρ'ς θέριζε στ'ν Αγιά Βαρβάρα, και στάθ'κε λίγο σε μια πεζούλα να ξεκουραστεί. Βγήκαν όμως ζωτ'κά και πρήστ'κε το πρόσωπό τ'απ'το ξύλο π'του δ'ωσαν. Τον αγιάσαν κι αυτόν και τη bεζούλα, για να γίν'καλά. (Αγιά Βαρβάρα= Εκκλησιά στο Σμόβωλο). 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Στα Υστέρνια δουλεύαν κάτ’ εργάτες και το βράδ’ πηγαίναν και κοιμούνταν στον Πύργο. Τ’ ς λέν, <Γιατί δεν κοιμούστε δώ;>. <Μα δεν έχ’>, λέει, <που να μείνουμε>. Λέει, <Πώς δεν έχ’. Είν’ ένα σπίτ’ εδώ, αλλά είναι στοιχειωμένο>. Γελάσαν αυτοί. <Στοιχειά>, λέει, <και τέτοια δεν είναι>. Και πήγαν. Τ’ νύχτα όμως που παίζαν χαρτιά, μαρμαρώσαν ούλ’ και κοιτούσαν πίσω απ’τη bλάτ’ ενού. <Τι ‘ναι, ρε παιδιά ;>, τ’ς ρωτά αυτός. Γυρίζ’ και τι να δεί ; Πίσ’ απ’ τη bλάτη τ’ήστεκε το στοιχειό, ένας παπάς με τα ράσα τ’ και μια μαγκούρα, και τ’ς κοιτούσε. Πήραν δρόμο κι όπου φύγει-φύγ’. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Ο προφήτ'ς Ηλίας είτανε ναύτ'ς κι επειδή έπαθε πολλά στ' θάλασσα, κίνησε ξυπόλυτος με το κουπί στον ωμο τ', για να βρεί μέρος όπου οι άνθρωπ' δε θα ξαίραν τι ΄ναι θάλασσα. Ρωτούσε λοιπόν, ρωτούσε : “Τι 'ν' αυτό;” Τ' έλεγαν, “Κουπί”. Κάποτε ήφτασε και σ' ένα β'νό, στη gορφή τ'. Λέει, “Τί 'ν' αυτό;”. Τ' λένε “Ξύλο”. Κ' ήμειν' εκεί. Γι' αυτό κι έχ' πάντοτε το εκκλησάκ' τ' στις κορφές 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Στο Χατζηράδο κάποιος αλώνευε κριθάρ’ κι όταν βράδυασε κοιμήθ’κε στ’ αλών’.Τ’ νύχτα όμως ξύπνησε από βιολιά κ’ είδε τρεις όμορφες κοπέλες με λαμπερά φορέματα και χορεύαν. Τον βάλαν κι αυτόν να χορέψ’ μαζί τους. Από τότε φοβήθ’κε πολύ και δεν ξανακοιμήθ΄κε στ’ αλών’. [Χατζυράδο= Χωριό δίπλα στον Κτικάδο] 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Είταν παλαιά ένας ναυτ’κός και κάθε φορά που γύριζε στο νησί ήφερνε στον Τριαντάρο(70) λεφτά και χρυσάφ’ και τα ‘κρυβε σε μια τρύπα μές στη γή. Όταν γέρασε, φώναξε τ’ς γιοί τ’ και τ’ς λέει : <Εγώ κουράστ’κα πια να ταξιδεύω. Αυτό το ταξίδ΄θα ‘ναι το τελευταίο. Απέ(71) θα σας πώ που έχω κρύψ’ το θησαυρό >. Αλλ’ απ’το ταξίδ’ εκείνο δεν ξαναγύρισε.Πνίγηκε, χάθ’κε, ποιος ξέρ’ ; Έτσ’ μέν’ ακόμα κρυμμένος ο θησαυρός. (70)Χωριό της Τήνου, (71) Μετά 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Η Τύχ', είναι μια πολύ όμορφ' κοπέλα με ξέπλεκα μαλλιά, π' τνε κυνηγούνε όλ' οι άντροι κι αυτή τρέχ' ανηφοριές και κατηφοριές να σωθεί. Ψάχν' να βρεί μια πόρτ' ανοιχτή για να τρουπώσ'. Όποιος λοιπόν κρατεί τ' bόρτα τ' ανοιχτή, μπορεί να τρουπώσ' εκεί μέσα και θα βρει τη dύχη τ'. Πολλές φορές όμως, καθώς τρέχ' σα λωλή, μπλέκονται τα μαλλιά τ'ς στη gλειδαριά και μένουν εκεί λίγες τρίχες. Έτσ' πέφτει σ' εκείνον που 'χ τη bόρτα μια μ'κρούλα τύχ'. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Στ’ gαψιάνη είναι κάτι βράχ’ και κάνουν καμάρα κι αποκάτω περνά ο δρόμος. Είναι η Γελλιδοκαμάρα που βγαίνουν οι αγελλούδες. Κάποτε μια γριά πήγε στ’ Μαΐντα να μαζέψ’ φασόλια. Όταν τέλειωσε κ’ ήκανε να φύγ’, ακούει τραγούδια και βιολιά. Γυρίζ’ να δει και βλέπ’ μπροστά τ’ς τ’ Γελλιδοκαμάρα τ’ς Καψιανής. Ενώ είτανε μακριά τ’ν ήβλεπε μπροστά τ’ς. Δίπλα είταν ένας βράχος πλατύς και πάνω χορεύαν έξη κοπέλες. Λέει, «Ά, μεσημεριάτι’κα ηύρατε για χορό» και φεύγ’. Προχωρούσε, προχωρούσε κι όλο στο ίδιο μέρος είταν. Ούτε βήμα δεν είχε πάει. Γυρίζ’, οι κοπέλες είταν ακόμα κει και χορεύαν. Τ’ς λέει: «Ά μωρή, αυτού να το βαστάξ’τε και καλό καιρό σας κάν’». Και τ’ς ήρθε τότ’ ένα μπάτσο και πήγε η κεφαλή τ΄ς στο πλ’αι. Τνε ψάχναν μετά και τ’ν ηύραν στο δρόμο καταγής. Κι όταν μετά ‘πό χρόνια πέθανε, ακόμα και μες στο φέρετρο είταν στο πλάι η κεφαλή τ’ς κ’ είχε ένα σ’μάδ’ σα να ‘ταν σιδερωμένο το μάγουλο. [gαψιανή= περιοχή κοντά στο Φαλατάδο] 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 12
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis CollectionPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (120)
CollectorΦλωράκης, Αλέκος Ε. (115)Βογιατζίδης, Ι. Κ. (3)Πουλάκης, Δημ. (1)Φιλιππίδης, Ν. Ζ. (1)Place recorded
Τήνος (120)
Time recorded1970 - 1972 (115)1922 - 1929 (5)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.