• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-9 από 9

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Λεν πως όθε ήτον περασμένος ο άνθρωπος γυρίζει ως τα σαράντα κι έπειτα κατεβαίνει στον Άδη. Κάθε χρόνο με την Ανάστασι ανεβαίνουν πάλι οι ψυχές στον επάνω κόσμο και μένουν ως το Σάββατο του Βουσαλιού κι έπειτα πάλι κατεβαίνουν κάτω. Τότε συναπαντιούνται σαναμεταξύ τους και γνωρίζουνται. Αν ήταν πρωτοστέφανο αντρόγυνο και ήσαν αγαπημένοι, λένε: “Κάπου με είδες, κάπου σε είδα!” Αν είναι διπλοστέφανοι, ούτε και γνωρίζουνται καθόλου. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Οι τρείς τελευταίες μέρες του Μάρτη λέγονται Μέρες της γριάς γιατί τις έκλεψε από το Φλεβάρη. Έβγαινε ο Μάρτης και η γριά παινεύτηκε και είπε : “Στην μπομπή σ' Μάρτη μου, τ’ ερμοκατσικάκια μου τάβγαλα”. Και τις εδανείστηκε τις τρείς μέρες από του Φλεβάρη, έρριξε χιόνι και την πλάκωσε τη γριά κάτω απ' το λεβέτι. Χώθηκε η γρία κάτω απ' το λεβέτι για να γλύτωση και την πλάκωσε κι αυτήν και τα κατσίκια. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Ανεμοξουρές, οι. Έτσι ονομάζεται ο ανεμοστρόβιλος. Οι Ανεμοξουρές είναι νεράϊδες. Ότινος βρουν του αρπάζουν τα ρούχα του. Το μαντήλι της Βελούδως το πήραν από το κατωραχάκι και το ρίξανε στη λάκκα, κάτου. Που το βρήκαμε τόχανε ξεσκισμένο, ψίχαλα. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Τα παλιά χρόνια στα εξήντα, στα εβδομήντα του χαλάγανε τους γέρους. Τους παγαίνανε σ’ έναν γκρεμό κι’ απ’ εκεί τους ερρίχνανε ίσα κάτω και γενόντασε κομμάτια. Κάποια φορά που πήγαν ένα γέρο να τόνε γκρεμίσουνε, σα φτάσανε σ’ ένα μέρος τους λέει: «Εδώ πα, παιδάκι μου, να με ρίξουτε, γιατί εδώ πα έρριξα κι’ εγώ τον πατέρα μου. – Όχι, του λένε, εσένα θα σε πάμε παρακάτω!» 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Ο παπάς της Αλωνίσταινας αλώνισε της αγιάς Μαρίνης κι άνοιξε η γης και τον κατάπιε μαζί με τ’ άλογα. Του είπαν; «Παπά, μου, είναι γιορτή, δεν κάνει ν’ αλωνίσουμε. – Όχι, λέει, θ’ αλωνίσουμε». Μπήκε μες στ’ αλώνι και είπε: «Α, Μαρίνα, Α!» Με την πρώτη κουβέντα όσο ήταν τ’ αλώνι βούλιαξε μαζί με τ’ άλογα, μαζί κι ο παπάς. Φαίνεται ακόμα τ’ αλώνι. Ο νοικοκύρης μου που πέρασε από κει το έχει ιδωμένο. Και λένε που κάθε χρόνο της Αγία Μαρίνης ακούγεται ο παπάς που σκούζει: «Α! Μαρίνα! Α!» Αυτό τ’ αλώνι είναι στην Ταβιά. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Τα σμερδάκια είναι τα’απορρίματα που ρίχνουμε οι γυναίκες ή τα αβάφτιγα παιδάκια που τα θάβουν όξω από την εκκλησία. Αν τύχη και τα θάψουν σε χώματα μαλακά, γίνονται σμερδάκια και βγαίνουν στις ρεμμματιές όξω. Άλλα μοιάζουν σαν μικρά παιδάκια, άλλα γίνονται κριάρια, άλλα πουλιά, άλλα σφαρδάκλοι. Πηδάνε, πάπ-πάπ! Και βγάνουνε μια πράσινη φωτιά και φωνάζουνε :ουά-ουά! Όποτε γίνονται κριάρια πάνε και μαγαρίζουνε τις προβατίνες κι εξάπαντος θα ψοφήση η προβατίνα, δεν γλυτώνει. Ο μπαρμπα-Πνάγος έκαψε μια φορά ένα σμερδάκι. Πήγε στη στάνη να κοιμηθή και είχε χάμω στρωμένη την κάπα του και καθώς έκανε έτσι να βάλη το κεφάλι του, όνοιωσε κάτι και χαρχάλευε. Ήταν ένα σμερδάκι που είχε χωθεί μέσα στην κάπα του και το είχε πάρει ο ύπνος, και το πλάκωσε ο γέρος. Σαν το είδε τούτο ο μπάρμπα-Πανάγος, άρπαξε την κάπα, όπως ήταν μαζί με το σμερδάκι, και το πέταξε μέσα στη φωτιά πούβραζε το λεβέτι και τόκαψε. Τα σμερδάκια είναι περισσότερο σε τόπους που φυτρώνουνε φλουσκούνια γιατί πάνε και τα βόσκουνε. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Τότε που τους χαλάγανε τους γέρους έβγαλε μια φορά ο βασιλιάς μια διαταή όσοι έχουν γέρους στα σπίτι τους, να τους χαλάσουν ούλους. Τους πήρανε τους κακόμοιρους τους γέρους και μια και δυο στο γκρεμό τους σκοτώσανε. Ένα παιδί αγάπαγε πολύ το πατέρα του και δεν ήθελε να τον γκρεμίση. Έπιασε λοιπόν και τον έκρυψε στο κατώϊ και του κουβάλαγε ψωμί, φαΐ. Κάποια βολά έβαλε ο βασιλιάς στοίχημα, ποιος θα ιδή τον ήλιο μπροστηνότερα, όγοιος χάση να πλερώγη τρακόσα φλωριά. Πάει εκείνο το παλληκάρ που είχε κρυμμένο το γέρο και τόνε βλέπει ο πατέρας του και ήτονε σικλετισμένος. «Τι έχεις, παιδάκι μου; - Τι να έχω, πατέρα μου, που αυτό κι αυτό το στοίχημα μας έβαλε ο βασιλιάς. – Ξέρεις τι να κάνης; αύριο σα θα πάτε να τηράξετε τον ήλιο που θα βγαίνη, εσύ να μην τηράξης κατά κει που βγαίνει ο ήλιος, να τηράξης το βουνό από την άλλη μεριά, που θα χτυπήση ο ήλιος και θα τον ιδής μπροστηνότερα.» Πάει το παιδί το άλλο πρωΐ, κάνει όπως τον ορμήνεψε ο πατέρας του. Μόλις χτύπησε ο ήλιος τ’ αντικρυνό βουνό, τους λέει: «Έντοσες ο ήλιος!. Έχασε το στοίχημα ο βασιλιάς. Τους λέει: «Κάποιον γέρο έχουτε κρυμμένο και σας ορμήνεψε.» Πήγανε πλια τον βρήκανε το γέρο. Από τότε τους αφήνανε τους γέρους, δεν τους χαλάγανε. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Το Σφαλάγκι, (αράχνη), ο μέρμηγκας κι’ η μέλισσα ήσαν αδρέφια κι’ είχαν μια μάννα και κάποτες ανημπόρεψε η μάννα τους και φώναξε κοντά της τα παιδιά της να τους δώση την ευχή.’’Ώχ, ρώτα,λέει το σφαλάγκι,εγώ ιδιάζομια πανί, δεν έχω καιρό να πάω..’’Την καταράθηκε πια η μάννα της ούλο να ιδιάζεται κι’ούλο να της το χαλάνε. Πάνε στο μέρμηγκα, του λένε : Η μάννα σου δεν είναι καλά,ναρθής να σε ιδή πριν πεθάνη. –Ου τώρα βάνω γέννημα στην αποθήκη, λέει εκείνος δεν αδειάξω. Τον καταράθηκε κι’αυτόν η μάννα του να σοδιάζη και χαίρι να μην έιδη. Μήνυσαν και της μέλισσας. Εκείνη εζύμωνε και πιλάλισε όπως ήτονε, με τα ζυμάρια στα χέρια - είδες που η μέλισσα έχει στάπ πόδια της κολλημένο ζυμαράκι. Σαν την είδε η μάννα της, φχαριστήθηκε πλιά και της έδωκε την ευχή της, να είναι πάντα γλυκαμένη κι ότ’ι πιάνει να φτουράη. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Τον παλιό καιρό τους χαλάγανε τους γέρους. Σα φτάνανε καμμιά εξηνταριά χρονώ, τους πηγαίνανε σ’ ένα γκρεμό και τους πετάγανε. Κάποιο παιδί τον αγάπαγε τον πατέρα του και δεν ήθελε να τον χαλάση κι’ έπιασε και τον έκρυψε στο κατώγι. Μια μέρα βγάνει ο βασιλιάς μια διαταή να του πάνε μια φορτωτριχιά καμωμένη με άμμο, αλλοιώς να πλερώση τόσα ο καθένας. Πάει το παιδί στο σπίτι του συλλοϊσμένο. Τόνε ρωτάει ο πατέρας του «Τί έχεις; - Τί νάχω, που είπε ο βασιλιάς να του κάνουμε με άμμο μια φορτωτριχιά και να του την πάμε. Γένεται τέτοιο πράμα; - Μη σικλετίζεσαι, παιδί μου. Να πας αύριο το πρωί και να του πης να σας δώση μια πήχη δείγμα για να ιδήτε πώς θα την κάνετε την τριχιάν» Πάει το παιδί την άλλη μέρα, λέει του βασιλιά «Βασιλιά μου, να σου κάνουμε την τριχιά, μα να μας δώσης μια πήχη δείγμα, να ιδούμε πως τη θέλεις. – Μώρ, κάποιο γέρο έχουτε κρυμμένο και σας ορμηνεύει, λέει ο βασιλιάς. Για φέρτε τον εδώ.» Πάει, βγάνει το γέρο απ’ το κατώγι, κι’ από τότε δεν τους χαλάγανε πια τους γέρους. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (9)Συλλογέας
Ταρσούλη, Γεωργία (9)
Τόπος καταγραφής
Μεσσηνία, Πύλος, Γρίζι (9)
Χρόνος καταγραφής1939 (9)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.