Τα σμερδάκια είναι τα’απορρίματα που ρίχνουμε οι γυναίκες ή τα αβάφτιγα παιδάκια που τα θάβουν όξω από την εκκλησία. Αν τύχη και τα θάψουν σε χώματα μαλακά, γίνονται σμερδάκια και βγαίνουν στις ρεμμματιές όξω. Άλλα μοιάζουν σαν μικρά παιδάκια, άλλα γίνονται κριάρια, άλλα πουλιά, άλλα σφαρδάκλοι. Πηδάνε, πάπ-πάπ! Και βγάνουνε μια πράσινη φωτιά και φωνάζουνε :ουά-ουά! Όποτε γίνονται κριάρια πάνε και μαγαρίζουνε τις προβατίνες κι εξάπαντος θα ψοφήση η προβατίνα, δεν γλυτώνει. Ο μπαρμπα-Πνάγος έκαψε μια φορά ένα σμερδάκι. Πήγε στη στάνη να κοιμηθή και είχε χάμω στρωμένη την κάπα του και καθώς έκανε έτσι να βάλη το κεφάλι του, όνοιωσε κάτι και χαρχάλευε. Ήταν ένα σμερδάκι που είχε χωθεί μέσα στην κάπα του και το είχε πάρει ο ύπνος, και το πλάκωσε ο γέρος. Σαν το είδε τούτο ο μπάρμπα-Πανάγος, άρπαξε την κάπα, όπως ήταν μαζί με το σμερδάκι, και το πέταξε μέσα στη φωτιά πούβραζε το λεβέτι και τόκαψε. Τα σμερδάκια είναι περισσότερο σε τόπους που φυτρώνουνε φλουσκούνια γιατί πάνε και τα βόσκουνε.
Τόπος Καταγραφής
Μεσσηνία, Πύλος, ΓρίζιΧρόνος καταγραφής
1939Πηγή
Αρ. 1378 Β, σελ. 26, Γ. Ταρσούλη, Γρίζι Πυλίας, 1939Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1378 Β, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT