• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Τόπος καταγραφής 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Τόπος καταγραφής
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Τόπος καταγραφής
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 1-20 από 21

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Αντιθέτως όμως [προς τα φαντάσματα], οι βρικόλακες δεν έχουν ωρισμένη περιοχή. Οι βρικόλακες είναι νεκροί, που στη ζωή τους έκαναν μεγάλα κρίματα (ιερόσυλοι, φονιάδες, προδότες, κακούργοι, αφορεσμένοι κ.λ.π.) και δεν λιώνουν στον τάφο τους. Την μέρα κρύβονται και το βράδυ, τα μεσάνυχτα ανοίγουν την πλάκα του τάφου και περιπλανώνται. Αντικειμενικός τους σκοπός είναι να κάνουν κακό σους ανθρώπους, να... 

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Για τους αδικοσκοτωμένους, λέγουν πως έχουν άδεια απο το Θεό να γυρίζουν στον τόπο του εγκλήματος και να φανερώνουν την παρουσία τους με πολλούς τρόπους είτε με γογγυσμούς, είτε με φλόγες. Η εμφάνισις αυτή έχει την έννοια της διαμαρτυρίας για τον άδικο χαμό. Ησυχάζουν μόνον, όταν τιμωρηθή ο φονιάς. Πιστεύουν ότι οι κακοί άνθρωποι βρικολακιάζουν. 

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Γιατί το έδαφος της Τσαμουργιάς είναι ορεινό. Όντας έπλασε ο Θεός τον κόσμο κάμπους κι αλλού θάλασσες έκανε. Φτιάχνοντας τον άλλο κόσμο ξέχασε τα δικά μας τα μέρη. Όταν τα θυμήθηκε ήταν πια αργά. Δεν του είχε μείνει καθόλου χώμα. Του περίσσεψαν όμως, πολλές κοτρώνες. Για να μην πάνε χαμένες τις έρριξε εδώ στα μέρη μας κι έγιναν αυτά τα βουνά τα θεόρατα που βλέπεις. Η Μουργκάνα, η Βελούνα, η Βελήκα,... 

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Το στοιχειό της Λαγκάβιτσας

    Εμείς, μώρ'ψυχούλα μ', ξέρεις τι νερό θα 'χαμαν στο χωριό. Να πνίξωμε τον κάμπο, αλλά βλέπεις, τσάκισε ο στραποκαμένος (διάβολος) το ποδάρι του. Άν πάς καννιά βολά στου Λειά, πες στους Περιβολιώτισσα. Ακούει μια αχολοή μεγάλη που έρχονταν απ'τα κατάβαθα. Κάνει έτσι και τι να δή, ένα στοιχειό, άλλο να το έβλεπες κι άλλο να στο πώ. Από την τρύπα που βγήκε το στοιχειό έτρεχε νερό, αλλά βάζει το γουργιατό...
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Επικρατεί μάλιστα η αντίληψις ότι δοκιμάζει ο Θεός πολλές φορές τους κατοίκους στο θέμα της φιλοξενίας. Επ’ αυτού αναφέρεται και το εξής: Μια βολά ο Χριστός ήθελε να δη αν οι άνθρωποι είναι φιλόξενοι κι αν καλούσαν στα σπίτια τους μόνον πλούσιους ξένους και τους μαυροφτωχούς τους περιφρονούσαν. Ντύθηκε, λοιπόν, ζητιάνος. Φόρεσε κουρέλια και πήρε τις πόρτες με τη σειρά και τα σοκάκια, που λένε. Κανένας... 

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Το ήσκιωμα του Μπέσια

    Η μανίτσα μ’κι η μαλέκω μι (γιαγιά) πάηναν κάποτι ψωμί στους αργάτες. Ήταν θερτής. Η μαλέκω μ’ μπροστά τσι η μανίτσα μ’πίσω. Καννιά βολά γυρίζει πίσω η μανίτσα μ’ και τι να δή. Ένας σαν παπάς ντυμένος,σαν καλόγερος. –Μανίτσα μ’, φίδι που με κουλουριάσε. Είπε η μάννα μ’. –Μη σκιάεσαι, ψυχούλα μ’, το ‘’Πάτερ ημών’’ πές και ίτσιου μη σκιάεσαι, της είπε η μαλέκω μ’. Μόλις έφθασαν στο κόνισμα παρουσιάζεται...
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Το ήσκιωμα στο Χτένι

    Η Νικολό Στορογγίνα είδε, όπως έλεγε, ένα μεσημέρι τον Αλωνάρη, ένα καβαλλάρη, που έρριχνε πέτρες. Περνούσε τ'άλογο απο πάνω της και δεν την πατούσε. Λέν πως εκεί σκοτώθηκε κάποιος με τ'άλογο του.
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Το φάντασμα της Θωμά Καραπάνοβας

    Κάθε Σάββατο βράδυ στη ράχη που είναι κοντά στη Γλούστα, βγαίνει η Θωμά Καραπάνοβα. Ακούγονται γουργιατά κι ύστερα βγαίνουν φλόγες που πότε ανάβουν και πότε σβήνουν. Εκεί είχε σφάξει την Θωμέσια ο άντρας της ο Θωμά Καραπάνος.
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Οι ξωτικές και τα φύλλα

    Καμμιά βολά αν πρόσεξες πάλε, χωρίς να φυσάη αγέρας ή φυσάει λίγο σκώνουνται από σιάδι τα φύλλα τα πεσμένα και χοροπηδάνε. Περνούν ‘κείνη την ώρα οι ξωτικές και να σταθής παράμερα και να μην τις αμποδίσης το δρόμο. Θα σου κάνουν μεγάλο κακό. Έτσι δεν την έπαθε η βάβω η Αγγέλω, την κτύπησε με τ’ αερικό, οι ξωτικές κι έμεινε τόσα χρόνια στο σιάδι (κάτω).
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Ο Βασίλης Καραπάνης, εκεί που βάδιζε στου Μαστιή αμποδίστηκε απο τον σιατανάρη. Ο μαυρο-Βασίλης άρχισε να λέη το ''Πάτερ ημών'' κι έτσι γλίτωσε, αλλά του κόπηκε η κρίσι. Ο σιατανάρης του Μαστιή βγαίνει τα μεσάνυχτα και το καλοκαίρι το καταμεσήμερο, στην κατακαίλα του ήλιου. 

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Ο Θεός κι οι Έλληνες

    Όντας ο Θεός έπλασε τον κόσμο, κάλεσε τους λαούς ένα ένα και τους αρώτησε: «Τι δώρο θέλετε να σας κάμω. Προσέξτε θα ζητήστε ένα και καλό». Οι Ιταλοί ζήτησαν φωνή. Οι Αρμένηδες ομορφιά κι άλλοι άλλα. Όντας ήρθε η σειρά των δικών μας, αυτοί προσπάθησαν με πονηριά να πάρουν δυο δώρα από το Θεό. Ζήτησαν που λες, ανδρειοσύνη και εξυπνάδα. Ο Θεός τους χάρισε την αντρειοσύνη και τους είπε: Εξυπνάδα δεν σας...
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Η σταύρωσις του Χριστού

    Όταν ήταν να σταυρώσουν το Χριστό δεν μπορούσαν οι Οβριοί να βρουν σιδεράδες για να κάνουν τα περόνια. Γύρισαν όλα τα σιδεράδικα, αλλά κανένας δε δέχτηκε. Βρέθηκε μόνο ένας παλιόγυφτος και για τα χρήματα δέχτηκε κι έκανε τρία περόνια και μ’ αυτά σταύρωσαν τον Χριστό. Ο Χριστός καταράστηκε τη γενιά τους, γι’ αυτό, από τότε δεν βλέπουν προκοπή και χαΐρι. Γυρίζουν οι παλιόγυφτοι και δεν στεργιώνουν σε...
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Παναγία η Λαμποβίστρα

    Όταν χτίσανε την εκκλησία της Λαμποβίστρας στο χωριανό το ποτάμι, η Παναϊγια δεν ήθελε εκεί και παρουσιάστηκε στον ύπνο του παπά και του είπε να κτιστή στη μέση του χωριού. Ο παπάς δεν άκουσε. Μόλις τελείωσε η εκκλησιά να πιάκη μια βροχή, μα τι βροχή, όπως λένε, το ποτάμι πέρα ως πέρα. Πήρε σβάρα την εκκλησία και δεν άφηκε ούτε μιά πλάκα. Ύστερα, τι τα θέλεις, τη έκτισαν θέλοντας και μη εδώ, που είναι...
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Ο Χριστός και τα πάθη του

    Οι Οβριοί δεν τον χώνευαν τον Χριστό κι ήθελαν να τον πιάσουν. Έβαλαν τα δυνατά τους να τον βρουν. Στα χαμένα όμως, γιατί τον έκρυβε ο κοσμάκης για τα καλά που τους έκανε. Βρέθηκε ‘κείνος ο ασχώρετος ο Γιούδας και τον πρόδωσε. Πάνε οι Οβριοί την νύχτα να τον πιάκουν. Ο Χριστός για να γλυτώση πάει να κρυφτή ανάμεσα στα λυκοφαομένα (γίδια). Εκείνα τα καταραμένα σκόρπισαν. Βλέπει παρακατήσια ένα κοπάδι...
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Το ελάφι της Αγίας Παρασκευής

    Πριν από πολλά χρόνια, όπως μου έλεγε ο σχωρεμένος ο παππούς μου, είχαν κτίσει το ξωκκλήσι της Άϊ Παρασκευής στη Μεγάλη τη Ράχη. Η Άϊ Παρασκευή για μα φχαριστήση τον κόσμο, που την τίμησαν έστελνε κάθε χρόνο στη γιορτή της ένα λάφι με μπερδουκλωτά κέρατα. Το λάφι αυτό το βλόγαε πρώτα ο παπάς κι απέ κατόπι το έσφαζαν και το έψηναν. Μετά το κομμάτιαζε ο παπάς και το μοίραζε σαν αντίδωρο. Μια χρονιά...
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Η Στρίγγλα της Νιάντσας

    Στη Μούρσα (χωράφι) του Μπόκα, κάτω στη Χαλικαργιά (τοποθεσία με χαλίκια) ήταν ερμιά και λάκκος και κάτι πλατάνια μεγάλα και χοντρά, που δεν μπορούσαν να τα σφίξουν πέντε άνδρες. Εκεί ήταν μια στρίγγλα. Βήκε μια βολά να φάη μια γυναίκα – αυτό το έλεγαν οι χωριανές όλες – κι αυτή γούργιαζε και πρόφτακε και κόλλησε στον πλάτανο αψηλά. Η στρίγγλα άρπαξε τον πλάτανα δάγκα. Η μαυρογυναίκα τότες μουλάει...
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Ο βρικόλακας στις Κανάλλες

    Στις Κανάλλες, ποιος κοιτάει να περάση μόλις λαλήσουν οι πέτοι τα μεσάνυχτα. Πέρασε κάποτε ο Σπυρογκενές και άκουσε ένα βουγγητό και είδε φλόγες μεγάλες. Του κόπηκε η χολή κι αν δεν γύριζε πίσω θα τον έτρωε το φίδι 'κείνο το βράδυ.
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Το στοιχειό του σπιτιού

    Στο χωριό δεν είναι σπίτι που να μην έχη και το στοιχειό του. Μου μολόγαγε η μαλέκω μου, ότι κάποτε έπεσε στην πλάτη της και ίτσιου δεν την πείραξε. Ήταν ένας μαυριάς ίσιαμε εκεί πέρα.
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Ο δαίμονας του Σκεύη

    Στου Σκεύη, κάθε βράδυ ακούγεται στη μέση στο χωράφι ένας βόγγος. Άμα καθήσης ώρα κι αφουκρασθής τ' ακούς καθαρά. Δε σε πειράζει όμως, μόνο βογγάει και τίποτε άλλο.
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • Το ήσκιωμα του Φωτο-Δράκου

    Στου Φωτο-Δράκου το ρέμα υπάρχει ένα ήσκιωμα, που πετροβαλάει όποιον άνθρωπο περάσει απ'εκεί. Τις κοτρώνες τις ρίχνει απ'την κορυφή και πέφτουν με κρότο μέσα στη βέρα (δεξαμενή νερού). Δεν κάνει να περάσης απ' εκεί μέρα μεσημέρι.
    

    Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (1963)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.