Επικρατεί μάλιστα η αντίληψις ότι δοκιμάζει ο Θεός πολλές φορές τους κατοίκους στο θέμα της φιλοξενίας. Επ’ αυτού αναφέρεται και το εξής: Μια βολά ο Χριστός ήθελε να δη αν οι άνθρωποι είναι φιλόξενοι κι αν καλούσαν στα σπίτια τους μόνον πλούσιους ξένους και τους μαυροφτωχούς τους περιφρονούσαν. Ντύθηκε, λοιπόν, ζητιάνος. Φόρεσε κουρέλια και πήρε τις πόρτες με τη σειρά και τα σοκάκια, που λένε. Κανένας δεν του άνοιγε. Μήτε πλούσιος, μήτε φτωχός μήτε κι άρχοντας. Ένας πονόψυχος τσομπάνος, καλή του ώρα, τον πήρε στο φτωχοκάλυβό του. Το βράδυ τον έβαλε και πλάγιασε παραστιά, αφού πρώτα έφαγαν μαζί λίγη κουλούρα ζαματιστή (καλαμποκίσιο ψωμί προχείρως παρασκευασμένο). Το βράδυ καλά κοιμήθηκαν. Το πρωΐ σαν καλοξημέρωσε ο Θεός τη μέρα ξυπνάει ο τσομπάνος και τι να δη. Ο ξένος είχε γίνει άφαντος. Το καλύβι είχε γίνει αρχοντικό παλάτι. Ήταν ο Χριστός που είχε κατέβη στη γη για να δοκιμάση τους ανθρώπους. Θα με ρωτήσης τώρα τι έκανε στους αφιλόξενους. Μη τα ρωτάς καλλίτερα. Έρριξε φωτιά και τοις έκαψε. Σου λέει: «Τέτοιοι είσασθε; Ε! να, για να μάθετε. Γι’ αυτό καμμιά βολά άνθρωπο βλέπεις, αλλά ξέρεις τι κρύβεται κάτω απ’ τα κουρέλια. Μπορεί να ‘ναι κι ο ίδιος ο Θεός.
Τόπος Καταγραφής
Θεσπρωτία, ΚωστάναΧρόνος καταγραφής
1963Πηγή
Λ. Α. αρ. 2748, σελ. 104, Κωνστ. Ιωαννίδου, Κωστάνα Θεσπρωτίας Ηπείρου, 1963Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2748, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT