• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Τόπος καταγραφής 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Τόπος καταγραφής
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Τόπος καταγραφής
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 1-20 από 46

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Τα ξουτικά

    Α) Τα ξουτκά έρκουντι κι αγγαρίζνι τ νύχτα κατ’ αλλόκουτες φουνές. Απάνου τα μσάνυχτα έρκουντι και κάννι ‘ς τ’ αυτά μ Βίτ, Βίτ. Β) Ισμώμουν ΄ς τα Ισμάμια νια βουλά αντάμα με ν’ αδερφή μ. Ταΐησα κι αγγάρζαν αυτά. Άνξα τα μάτια μ’ τα είδα κι το έλιγα τς αδερφής μ’ «Τα είδες ‘συ» Όχ – μ’ είπι – Τάϊκσις; Όχ. Για μένα ήρταν, τ’ είμ’ αλαφρουήσκιουτη ιγώ. Ιγώ είμ’ απουντέσμου ‘π δεν ακούουν απού νιόπαντρον...
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Άμα ακούγουντι μέσα ‘ς τα ρέματα τα νύχτα νταούλια, είνι νιράϊδες κι όπγοιους το ιδή πρέπ να ρίξ τρία τφέκια να φηύγνι. 

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Άμα ήμαν κουρίτς πάϊνα μι άλλα κουρίτσια να πάρου νιρό τ νύχτα κι κει ‘ς τα βρύς είδα τέσσερις γναίκις απ κάθουντανι κι χτενίζουνταν κι φόβγαμι κι δε μπήραμι νιρό. Άλλ το είδανι να χουρεύουνι κι να τραγδάνι κι όπιοις πέρναγι τουν μάλιβαν μι τς πέτρες. Σι κείν τα βρύς ακόμ βρίσκουντι νιραϊδουσφόντλα (λίθινοι σπόνδυλοι των ατράκτων). 

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Θησαυρού Εύρεση

    Άμα ρτ’ ού άγιους ί νύπνους κι’ ‘ς πή τουν ντόπου που νι του καλούν μι τα λεφτά, πρέπ, άμα σκουθής να μην πής τίπουτα,αλλά να πάρς ναι κότα ή έν αρνί κι να πάς να του σφάξς ικεί π’ σούπι ου άγιος κι ν’αρχίς να σκάτης. Άμα δε μπάς ν’ ίδια ώρα, χάνουντι τα λεφτά.
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Το θεμέλιωμα του ήσκιου

    Άμα στέκισι ικεί κουντά που χτίζνι οι κτίστες κι θέλνι να πάθς, σι θιμιλτώννι τουν ήσκιου κι ύστερα ήπου σαράντα μέρες πιθαίνς.
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Στοιχειά μεσαίας κάψης

    Απάνου ‘ς του λόγγου είνι ένας άμπλας κι κει λέν πως πήι νια γναίκα κι κει πο παιρνι νιρό ήρθι ναι νιράϊδα κι τς πήρι τς φουνή τς.
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Βόμπρας

    Βόμπρας = τερατώδες τι όν κάτι σα Βρυκόλακας, αλλά μικρόσωμος. Φαίνεται απο τη φράση: "γίνηκε αυτό το πεδί Βόμπρας κι έφαι ούλα τ'αδέρφια τ'" Και λέγεται, όταν απο την οικογένεια (τέκνα) που έφτειασε ένα αντρόγυνο ένα μονάχα παιδί απομένει το πιο μικρόσωμο τ'άλλα πέθαναν ή χάθηκαν κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο.
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Βρουκολάκ γινόντ οι πιθαμμέν απ τς διασκιλάν οι γάτες κι τα σκλιά. Γι αυτό φούντα πιθάν κανένας η πρώτ δλειά είνι να δέσνι τ γάτα κι σου σκλί. Αυτοίν συργιανούσι 'ςτα σκουκάκια κι κεί που είνι οι πλύστις. Αυνούς λένι όττς βρίσκνι μέσ του αλεύρ οι συγγινείς ίσαμι μπουτίλια ,στουκάρα. (πλύστες = νεροχύτες) 

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Οι Βρουκολάκ

    Βρουκουλάκι γινόντ οι απουθαμένοι απ'έχνι πουλλές αμαρτίις κι βγαίννι αχ πάν απ του μνήμα σαν φουτιές τ νύχτα κι γι αυτό πκαίννι ς του μνήμα κι τουν καίνι με του λουστό.
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Ουράνια σώματα

    Για το Φιγγάρ λένι ότ' έίχ' κ' ίδγια λάμψι με τουν ήλιου κι νιά μέρα θύμουσι ου Ήλιους κι πήρε νιά σβουνιά (κόπρη βοg) κι βάρισι του φιγγάε κι απ' τά τότι ανέμη (έμεινε θαμπό).
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Του σμπιθιρκό

    Για του σμπιθιρκό απού νι ΄ς του βνό κ' είνι κάτ' λιθάργια τρανά, που μνοίαζνι σαν αθρώπ', λέν οτ νιά βουλά κ' ένα κιρό ήτανι νιά γριγιά κ' είχι ένα κουρίτς κι του πάντριψι. Φούντα πήγαν οι σμπιθέρ να πάρνι τ νύφ, η νύφ τα πήρι ούλα κι δεν άφκι τίπουτα ςτουν σπίτ τς κ' έφγι του σμπιθιρκό. Σ' στράτα π' παΐνων η νύφ θμλήθκι οτ είχαν αφήσ' ν κλώσσα μι τα κλουσσόπλα κι γύρσι κιν πήρι. Η γριγιά τότνι θύμουσι...
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Έχει ήσκιου = είναι καλός, αγεκτός 

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Μουνουμερίδις

    Είνι κάτ φείδια με δγιό κεφάλια κι τα λέν μουνουμερίδις. Αυτά άμα τα σκουτώης κι δεν τα σαββανώτης κι δεν τα θάψις, καθώς λένι, θα πιθάνις 'ς του χρόνου απάν. (μουνουμερίδις= είδη μικρού όφεις χρυσίζοντος εν Χίω ήλεα)
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Στοιχειωμέναι τοποθεσίαι Μαυρίλλου

    Εν Κουλουκθιά απ σκοντώθκι κάπγοιους Βλάχους απου ένα ληστή ακούιτι πρώτα τρείς φουρές <Ώχ> κι <Ορά Γιώργου, απ' φώναξι ου σκουτουμένους. ΑΚΟΎΟΥΝΤΙ ΚΙ ΔΥΌ ΤΦΈΚΙΑ ΚΙ Τ'ΑΛΎΧΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΚΛΙΟΎ ΚΙ ΟΥ ΒΡΌΝΤΟΥς ΑΠ' ΚΛΈΣΚΙ (ΕΚΥΛΊΣΘΗ) ΚΆΤ' ΑΠ' ΤΟΥ ΒΡΆΧΟΥ.
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Η Γιάνς κ' η Μάρου (Αφροδίτη) βγαίν η Ένας άπου σπερής κι ου άλλους του πουρνό 

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Η λάμνια

    Η λάμνια είνι ένα ζλάπ σαν άνθρουπους κ έχ κιφάλ πουλύ τρανό κι κάτ μάτια ίσα μι πιάτα, πουδάρτα σαν πάτιρα, στόματα πουλλά σι όλου του κουρμί, κι τα κόκκαλα απ τς αθρώπς, που τρώει τα μαζών σι νια γούρνα κι του αίμα σι νια άλλ.
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Η Μαρδάλα είναι καθώς άκουσα να λένε μία από τας μεγαλύτερας πηγάς όχι μόνο της Ελλάδος, αλλά και ολοκλήρου της Βαλκανικής. Λέγεται ότι τα νερά της έρχονται από τη θρυλική λίμνη των Ιωαννίνων. Λέγεται μάλλιστα ότι ρίξανε άχυρα στη λίμνη κι βγήκανε στη Μαρδάλα. 

    Ζωγραφόπουλος, Ν. (1939)
  • Ουράνια σώματα

    Η νυχτουκόπους (Σείριος) λέϊτι κι γιλάντζης. Γιατί νιά βουλά οι Τούρκ είδαν τ' αστέρ αυτουνού κι ενόμσαν οτ ήταν η αυγερινός κι ξεκίνησανι, αλλά ήτανι νύχτα κι πέσαν ςτα χέρια των ουχτρών κι έσφαξανι οι Έλληνες.
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Νεράϊδες

    Ιγώ πόχου τώρα τόσα χρόνια τσουπάνς, δεν είδα τίπουτα μι τα μάτιαμ, αλλά μ λένι ότ τνύχτα βγαίννι αφαντάσματα κι νιράϊδις. Ου πατέρας μ μου είπε ότ είδι αυτός νιράϊδες κ είχανι κι όργανα, βιουλιά, νταούλια, φλουέρις κι άλλα. Μαναχά είδα μι τα μάτια μ εκεί που πατούν οι νιράϊδις βγαίννι μαντάρτα κι δε βγαίν πουτέ χουρτάρ.
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • Κει τα σπίτια έχνι φείδια κι τα λενί στχιά ή θέμιλα. Κει οιτούνα όπγοιας τα σκουτώσ΄χαλάει του σπίτ. 

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.