Πλοήγηση Παραδόσεις ανά Συλλογέα "Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου"
-
Αρμένηδες
Ένας Χαρκούσης εσηκώθην πολλύ πρωί για να στέση αξόβεργα. Εκεί που 'στεννεν ήκουσε ψαρμουδία, ήδεν και λαμπάδες αναμμένες και κεριά ήσαν Αρμλενηδες κι είχαν λείψανο. Σαν επέρασαν απ'εκεί που ήταν αυτός, ένας Αρμένης του 'δινε- φώς, μα ευτός δεν το πήρε γιατί άν το παιρνε ήθεν να τόγ- χαλάση. Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918) -
Έχει ήσκιου = είναι καλός, αγεκτός
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918) -
Στοιχειωμέναι τοποθεσίαι Μαυρίλλου
Εν Κουλουκθιά απ σκοντώθκι κάπγοιους Βλάχους απου ένα ληστή ακούιτι πρώτα τρείς φουρές <Ώχ> κι <Ορά Γιώργου, απ' φώναξι ου σκουτουμένους. ΑΚΟΎΟΥΝΤΙ ΚΙ ΔΥΌ ΤΦΈΚΙΑ ΚΙ Τ'ΑΛΎΧΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΚΛΙΟΎ ΚΙ ΟΥ ΒΡΌΝΤΟΥς ΑΠ' ΚΛΈΣΚΙ (ΕΚΥΛΊΣΘΗ) ΚΆΤ' ΑΠ' ΤΟΥ ΒΡΆΧΟΥ. Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918) -
Η Γιάνς κ' η Μάρου (Αφροδίτη) βγαίν η Ένας άπου σπερής κι ου άλλους του πουρνό
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918) -
Καλαπόδης= ο διάβολος. Ίσως κατ΄ευφημισμόν αντί κακοπόδης.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου -
Καντσικαντάρης=Καλικάντζαρος
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1926) -
Κατσικαντάρης= Καλλικάντζαρος
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1919) -
Κει τα σπίτια έχνι φείδια κι τα λενί στχιά ή θέμιλα. Κει οιτούνα όπγοιας τα σκουτώσ΄χαλάει του σπίτ.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)