Η Χαχάμ'ς γιό Ιβραίος μι τουν Πατριάρχ' του δικό μας μαλώνανι για τη θρησκεία dους. Η χαχάμ'ς ήλεγε : - Θ'κη μας η θρησκεία είνι καλή. Η Πατριάρχ΄ς : - Η δ'κή μας. Η βασιλιάς Σουλτάν αγαπούσι τις Χριστιανοί κι 'ιπέμ'νι κι αυτός πως η δ'κη θρησκεία είνι καλή. Λέει γι' Οβριαίος χαχάμ΄ς στο βασιλιά : - Ενώ 'νι δυνατή η θρησκεία dουν, να μας τ΄αποδέιξ. - Να πή κείνο το βουνό να κατίβη φωνάξανι τ' bατριάρχ' : - Θέλ'με το β'νο κείνο να το πής να κατ'βή. Τότις θα πιστέψωμι κι μείς. Τον έδωσι τρείς μέρες διορία, ο Σουλτάν. Η Πατριάρχης μάζιψι δισποτάδις, παπάδις, διακοί κι' κάνανι δέησ΄- Περικαλούσι τρείς μέρες το Θεό να κατέβη κείνο το βουνό ... Είχι κι έναν ασκητή Χριστιανό μέσα στη Χώρ' αυτήνη. Άμα σωθήκι η λιτανεία που κάνανι, λέει ένας στον Πατριάρχη, μάθε : - Είνι κι ένας ασκητής, πόχει το μάτι του βγάλμενο. Να dον φωνάξ'με; Αυτούνου το μάτ' ξέρεις πώς ήβγε; Ήdανι τζαγγάρης, παπ'τσής που λέμε. Πήγι μια γυναίκα να παραγγείλ' παπούτσια, σήκωσι το φ'τσάνι τς λιγουλάκι, φάν'κι του πόδ' τς. Γύρ'σε κείνος το μάτ' του να δή, θύμωσ' ο ίδιος, ίδωκε μια κι' ήβγαλε το μάτ' του. Τόσο θρήσκος ήτανι. Πήγαν λοίπον κι τον φώναξαν, νάρθ' να κάμη δέησ' να κατιβάσ'νε το βουνό. Μαζευτούκαν κόσμος. Χαχάμ'δες, Βασιλιάδες, Γιοβρέϊσσες. Αρχινήσαν κι κάναν δέησ' οι Θ'κοι μας. Γύριζ' και λέ η Πατριάρχ'ς του βασιλιά : - Τι θέλ'ς, μάθε, Βασίλια; - Θέλω, λέει, να της πής αυτό το β'νο να κατιβαίν! - Με τη δύναμη του Θεού, θα τ' κατιβάσωμι φωνάζ' αυτόν το bαπ'τσή μ' ένα μάτ'. - Σύ θα πής να κατιβή το β'νο. Αρχίνησ' το βουνό κι κουνιότανι κι ηρχόdανι κατά τον gόσμο. Το έιδ' η βασιλιάς κι τούπι : Για τ' όνομα του Θεού! Να σταματήσ'. Θα μας β'λιάξ' ούλοι! Είπι λοιπόν η ασκητής. – Σταμάτα! Στάθκι το βουνό. Είνι ακόμα εκεί σταματημένου πάνω από τη bόλη, Το λένε «dούρ – dααγ» δηλ. «στάσου βουνό». Ο βασιλές δέχτηκι τότε, πως η θρησκεία των Χριστιανών είνι πιο δυνατή. Η χαμάμ’ς όμως λέει :- Μάντευς είναι. Άμα είνι πιο δυνατή η θρησκεία αdων, να dτον ποτίσετε φαρμάκ’ το bατριάρχ’! Κι άμα δεν πιθάν’, να μι παίρνετε του κεφάλ’. Φώναξανι πάλι του bατριάρχ’. – Αυτό που κάνατι δεν ήτανι σωστό. Είχατι κάν κάτ’ κι μας φαινόdανι πως κινιέτι το βουνό. Θα σι βάλωμι ένα ποτήρ’ φαρμάκ’ κι θα dο πιής κι ά δεν πάθης, τότις είμαστε σίγουροι πώς είνι η θρησκεία σας δυνατή. Δέχτηκε η Πατριάρχ’ς. Φέρανι του ποτήρ’. Κέινος για να τον σταυρώσ’ χωρίς να dον bαρν είδησ’ λέει, κι έδειχνε μι του χέρ’ του : - Από δώ να dο πιώ, από κέι να dο πιώ, από δω να dο πιω, για από εκεί να dο πιώ; Κι έκανι σταυρό. Του δίν’ ύστερα μια, κι πάει κάτω. Πιράσανι 5 λεφτά, 10, 20, δεν πάθινι τίποτα. Λέει η Πατριάρχ’ς. – Ξιπλύνετι του ποτήρ’ κι δώστε το Χαχάμ’ να πιή. Η Χαχάμ’ς τάφιτι bαστούν! Βάλανι νερό, ξιπλύνανι του ποτήρ, του το δώκανε να το πιή. Άμα περάσανι 5 λεφτά, ξερός η Χαχάμ’ς. Είδι η Βασιλιάς κι ικατάλαβε πως η δική μας θρησκεία είνι πιο δυνατή και την εχτιμάει από τότες πιο πολύ. Τους εβραίους δεν τα εχχτιμάει.
Place recorded
Μικρά Ασία, ΑδραμύττιοRecording year
1940Source
Αρ. 1446 Β, σελ. 178 – 179, Δ. Λουκάτος, Λέσβος, Πρόσφυγες Αδραμυττίου, 1940Collector
Source index and type
1446 Β, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT
Language
Ελληνική - Κοινή ελληνικήDrawer
Παραδόσεις ΛΖ΄- ΜΕ΄Legend classification (acc. Politis)
Παράδοση ΜΕInformant
Κεραμιδάς, Κώστας Άνδρας 65Collections
Except where otherwise noted, this item's license is described as Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Related items
Showing items related by Text, collector, creator and subjects.