Ο Λωτ φεύγει από την Πεντάπολη
Επήγεν ο Αβράμ με τσι τρεις αγγέλους κι ευρήκανε μόνο το Λωτ δίκαιο στην Πεντάπολη και του λένε: “Να πάρης τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου και τα οζά σου να φύγης από πα και να μην ξανοίξετε οπίσω σας ότι γκιάν ακούσετε. Εμισέψανε οι αθρώποι και ντελόγο ήρχιξε κι ήβρεχε ο θεός φωθιά κι απύρι κι ήκαιγε την Πεντάπολη. Η γυναίκα του Λωτ περίεργη δεν εμπόριενε να βαστάξη να μην ξανοίξη και σκύφτη και ξανοίγει από κάτω από τ’ ασκέλια τζης να δη ίντα ’σανε τ’ αστραπόβροντα κι οι φωνές. Μα μως κι ήσκυψε κι εξάνοιξε εγίνηκε μια σωρός αλάτσι. Ο Λωτ δεν το κατάλαβε πως επόμεινεν η γυναίκα ντου. Επήγαινεν αυτός, επήγαινε κι αργά εφτάξανε σ’ ένα χωράφι κουρασμένοι κι εθέκανε εκειά σ’ έναν τόπο. Τη νύχτα ο Λωτ επήγε με τη θυγατέρα ντου χωρίς να το καταλάβη, εθάρριενε πως ήτονε η γυναίκα ντου. Την ταχινή θωρεί πως η γυναίκα ντου ήλειπε και τότεσά το κατάλαβε πως ήκαμεν αμαρτία με τη θυγατέρα ντου. Πάει ντελόγο και βρίσκει τον μπάρμπα ντου τον Αβράμ και του το λέει: “Ετσέ κι ετσέ, μπάρμπα, κι απόψε πήγα με τη θυγατέρα μου χωρίς να το καταλάβω. - Μεγάλο ’ναι το κρίμα σου, παιδί μου, και δε γατέχω ανέ σου συχωρέση ο θεός. Μόνο δα πάρης τρεις δαυλούς αφτομένους από την παρασθιά να πας να τσι φυτέψης και να τσι ποτίζης σαράντα μέρες κι ανέ βλαστοσύρουνε δα σου συχωρεθή. Μα για δες να δης αποπιοτίδια να μην τώσε βάλης στη ρίζα. Ανέ σου παντήξη κιανείς και θέλει να πιη να του δίδης να πίνη κι απόι να γιαγέρνης να παίρνης άλλο νερό. Επήγε ο Λωτ κι ήβαλε τρεις δαυλούς στη φωθιά. Πεύκο, λεύκο κι αγριοκυπάρισσο κι ήψανε κι απόι πάει και τα φυτεύγει κι επήγε κι εκουβάλιενε νερό απ’ αλάργον κόσμο και τα πότιζε. Επρόφταξε μόνο την πρώτη φορά και τα πότισε κι απόκειας τσ’ άλλες μέρες του πάντηχνεν ο διάβολος κι ήπινε από το ’να σταμνί κι απόκειας ήβανε τη χέρα ντου στ’ άλλο σταμνί κι ήπινε κι από κειά κι ετσά το ’κανε όλο αποπιοτίδια κι ο Λωτ το ’χυνε και δεν επήγαινε να ποτίση τσι δαυλούς. Ίσαμε τσι σαράντα μέρες δεν εμπόρεσε να τα ποτίση μόνο την πρώτη φορά και στσι σαράντα μέρες απάνω τα ξαναπότισε. Τα τρία ξύλα εμολάρανε κι εβγάλανε τρεις λουμάκους. Οι λουμάκοι ετυλίξανε ο γεις με τον άλλο κι επηαίνανε απάνω κι εγενήκανε τα τρία ένα. Εγένηκεν ένα δεντρό θεόψηλο κι ετσά ησύχασε ο Λωτ πως του συχωρέθηκεν η αμαρτία ντου. [για δες να δης = πρόσεξε καλά, εμολάρανε = βλάστησαν, λουμάκους = τρυφερούς και με μεγάλη ανάπτυξη βλαστούς].
Τόπος Καταγραφής
Κρήτη, Μεραμβέλλο, ΛατσίδαΧρόνος καταγραφής
1938Πηγή
Αρ. 1162 Β, σελ. 7 - 10, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1162 Β, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Διάλεκτος - ΚρητικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΛΖ΄- ΜΕ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΜΕΤίτλος παράδοσης
Ο Λωτ φεύγει από την ΠεντάποληΣτοιχεία πληροφορητή
Λιουδάκης, Γιώργος Άνδρας 78Συλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.