Στα παλιά χρόνια ο Μάρτιος ήταν ο πρώτος μήνας του έτους. Ύστερα έβαλαν τον Γενάρη, γιατί σ’αυτόν τον μήνα βαπτίσθηκεν ο Χριστός. Οι δώδεκα μήνες ήταν παιδιά του Θεού Χρόνου και εδούλευαν ως γεωργοί, εις ένα χωράφι, μεγάλο που τους είχε δώσει ο πατέρας των χωρίς να τους το μοιράση. Τον πρώτο χρόνο τα δώδεκα αδέλφια φύτεψαν εις το χωράφι αυτό κρομμύδια. Όταν τα κρομμύδια μεγάλωσαν και πρασίνισαν το χωράφι, σαν μια θάλασσα, ο έξυπνος Μάρτιος είπι τ’αδέλφια του. <Επειδή εγώ είμαι ο μεγαλύτερος σας δεν θέλω τίποτε να δώσετε εις εμένα. Πάρετε πως όλα αυτά που φαίνονται και μένα αφήστε τις ρίζες>Οι αδελφοί του εκοιτάχθησαν αναμεταξύ των, χαμογέλασαν δια την ανόητον δι αυτούς πρότασιν του αδελφού των και παρεδέχθησαν την συμφωνία. Όταν όμως αφού πήραν οι άλλοι μήνες τα φύλλα των κρομμυδιών, είδαν ότι αυτός βγάζοντας τα κρομμύδια από την γήν θα κολούτιζε κατάλαβαν την κατεργαριά που τους έπαιξε ο Μάρτιος και επιψυλάχθησαν το επόμενον έτος να τον εκδικηθούν. Τον άλλο χρόνο εις το χωράφι αυτό έσπειραν σιτάρι… όταν ήλθε ο καιρός της σοδειάς, επειδή την έπαθαν την προηγούμενη χρονιά, είπαν όλοι οι αδελφοί εις τον Μάρτιον. 0Εφέτως δω θα μας γελάσης πάλιν. Πάρε συ πρώτα τις κορυφές του σταριού και εμείς θα πάρωμεν τα άλλα. Όταν όμως πήρε ο Μαρτιος τα στάχυα, δεν έμεινε δια τους άλλους παρά μόνον το άχυρον και αι ρίζες, δια τας οποίας εκοπιάσανξ πολύ να τις βγάλους από το χωράφι με την ιδίαν ότι εκείνος θα ήτο ο πλούτος του. Έτσι λοιπόν οι μήνες εγελάσθηκαν και δια Δευτέρα φορά. Το τρίτον έτος έβαλαν αμπέλι και ειργάσθησαν όλοι εξ ίσου, όταν δε εμάζωσαν το κρασί απεφάσισαν να το αποθηκεύσουν όλο εις ένα βαρέλι, εκ το οποίον έβαλαν δώδεκα κάνουλες καλά σειράν εκ των κάτω προς τα άνω και εις απόστασιν ίσην, ώστε εις έκαστον ν’αναλογή η ιδία ποσότης κρασιού. Αφού εμβήκαν οι κάνουλες, εσφραγίσθησαν η κάθε μία με τας σφραγίδας όλων και ανέμειον την πρώτην του έτους, σύμφωνα με το έθιμον ν’ανοίξουν τα κρασιά/ Την πρώτη λοιπόν Μαρτίου, πρώτην του έτους, ευρεθησαν όλοι οι μήνες εμπρός εις το βαρέλι. Έπρεπε να καθοριστή ποια κάνουλα θα έπαιρνε ο κάθε ένας εκ των αδελφήν, κατά σειράν βέβαια όπως ήσαν. Τότε ο Μάρτιος, δια να τους γελάση πάλι, γυρίζη και λίγη εις τους αδελφούς του : <Λοιπόν, αδέλφια μου, εγώ θα πάρω την επάνω πάνω κάνουλα και ετοιμασθήτε να την ανοίξωμε και να αρχίσω να πίνω το μερίδιο μου. Οι άλλοι όμως μήνες διαφώνησαν προς τούτο και επειδή είχον γελασθεί το προηγούμενον έτος με το σιτάρι που πήρεν ο Μάρτιος το επάνω μέρος, όλοι του υποχρέωσαν να πάρη την πρώτη κάνουλα από κάτω κάτω από το βαρέλι και αμέσως απεσφράγισαν την κάνουλα και άρχισεν ο Μάρτιος να πίνη το κρασί του. Αι ημέρας προχωρούσαν και ο Μάρτιος έπινε κανονικά το κρασί του. Όταν όμως έφθασαν εις την μέσην, δηλ. τας 15 Μαρτίου, επειδή έβλεπε να πηδά πολύ κρασί από την κάνουλα, υπελόγισεν ότι όπως έπινε, δεν θα κορόκανε να πιή όλο το μερίδιό του. Ήρχισε λοιπόν να πίνη κάπως περισσότερον την ημέραν του και έτσι ήρχισε να μεθά και να κάμνη τρέλλες. Τέλος μεθυσμένα και τρελλά έφθασε εις την Τριακοστήν πρωίαν. Τότε ήπιε-ήπιε όσο μπορούσε, αλλά προς το βράδυ εδήλωσεν ότι δεν θα μπορούσες να πιή άλλο αλλά και ότι θα ήτο άδιησι να στερηθή του μεριδίου του. Ο Μάρτης τότε είχε τριάκοντα ημέρας. Δια τούτο παρκάλεσε τον μικρότερον των αδελφών, του Φεβρουάριον να του χαρίση μίας ημέραν δια να πιή και το υπόλοιπον του κρασιού που απέμεινε από το μερίδιον του. Ο Φεβρουάριος του παρεχώρησε μιαν ημέρα και έτσι έμεινε κουτσουρεμένος. Την ημέραν αυτήν ο Μάρτιος ήπιε όλο το κρασί που απέμεινεν, εμέθυσεν, έθυσε και απέλυσε διότι μεθυσμένος τύφλα και μη γνωρίζεις τι κάμνει, εύρεξε, εχίσησε, εφύσησε, κατέστρεψεν το πάν επάγωσε την γριά και τα ζοδάκια της και τόσα άλλα, έκαψε και τα ξύλα και τα παλούκια ακόμη και δι αυτό πήρε το όνομα! Μάρτης, Γδάρτης και Παλουκοκαύτης. Αφού τελείωσε τέλος πάντων ο Μάρτιος, ήλθεν η σειρά τα’Απρίλη ν’ανοίξη κι αυτός την κάνουλα και ν’αρχίση να πίνη το μερίδιό του. Παρουσιάσθησαν λοιπόν πάλιν όλοι οι μήνες και απεσφράγισαν την κάνουλα που προωρίζετο δια τον Απρίλιον. Άλλο κρασί δεν έτρεξεν. Διότι όλο το κρασί του βαρελιού το είχε πιεί ο Μάρτης. Τότε απισφράγισαν με τη σειρά όλες τις κάνουλες μέχρις επάνω και αφού δικοιστωσαν ότι δεν υπήρχε κρασί εις το βαρέλι, τότε κατάλαβαν ότι πάλι τους εγέλασε ο Μάρτης εις την μοιρασιά, εθύμωσαν όμως τόσον, ώστε από τότε ο Μάρτης, οσάκις μεν ενθυμείται το ξύλο που έφαγε κλαίει, οσάκις δε ευθυμείται τους ήπιε όλο το κρασί γελάει. Ετος ψηγείται και η ακαταστασία του Μαρτίου με το να λέγουν: Ο Μάρτης το πρωί το ψοφάει κι ως το βράδυ το βρωμάει με το να κάμνη εναλλάξ εντός της αυτής ημέρας βροχήν, χιόνι και ήλιον. Γι αυτό λοιπόν καθωρίσθη μια φορά το χρόνο την πρ΄ψτην Απριλίου να γελούν όλους και για όλον τον χρόνο, και όπως γελ΄’ασθησεν ο Απρίλιος και δεν ευρήκεν κρασί, έτσι και εκείνπι που του γελούν την Πρωταπριλιά γυρίζουν άπρακτοι.
dc.contributor.author | Μπουντωνάς, Ευθ. | |
dc.coverage.spatial | Θεσσαλονίκη | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:10:34Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:10:34Z | |
dc.date.issued | 1938 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/297724 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Στα παλιά χρόνια ο Μάρτιος ήταν ο πρώτος μήνας του έτους. Ύστερα έβαλαν τον Γενάρη, γιατί σ’αυτόν τον μήνα βαπτίσθηκεν ο Χριστός. Οι δώδεκα μήνες ήταν παιδιά του Θεού Χρόνου και εδούλευαν ως γεωργοί, εις ένα χωράφι, μεγάλο που τους είχε δώσει ο πατέρας των χωρίς να τους το μοιράση. Τον πρώτο χρόνο τα δώδεκα αδέλφια φύτεψαν εις το χωράφι αυτό κρομμύδια. Όταν τα κρομμύδια μεγάλωσαν και πρασίνισαν το χωράφι, σαν μια θάλασσα, ο έξυπνος Μάρτιος είπι τ’αδέλφια του. <Επειδή εγώ είμαι ο μεγαλύτερος σας δεν θέλω τίποτε να δώσετε εις εμένα. Πάρετε πως όλα αυτά που φαίνονται και μένα αφήστε τις ρίζες>Οι αδελφοί του εκοιτάχθησαν αναμεταξύ των, χαμογέλασαν δια την ανόητον δι αυτούς πρότασιν του αδελφού των και παρεδέχθησαν την συμφωνία. Όταν όμως αφού πήραν οι άλλοι μήνες τα φύλλα των κρομμυδιών, είδαν ότι αυτός βγάζοντας τα κρομμύδια από την γήν θα κολούτιζε κατάλαβαν την κατεργαριά που τους έπαιξε ο Μάρτιος και επιψυλάχθησαν το επόμενον έτος να τον εκδικηθούν. Τον άλλο χρόνο εις το χωράφι αυτό έσπειραν σιτάρι… όταν ήλθε ο καιρός της σοδειάς, επειδή την έπαθαν την προηγούμενη χρονιά, είπαν όλοι οι αδελφοί εις τον Μάρτιον. 0Εφέτως δω θα μας γελάσης πάλιν. Πάρε συ πρώτα τις κορυφές του σταριού και εμείς θα πάρωμεν τα άλλα. Όταν όμως πήρε ο Μαρτιος τα στάχυα, δεν έμεινε δια τους άλλους παρά μόνον το άχυρον και αι ρίζες, δια τας οποίας εκοπιάσανξ πολύ να τις βγάλους από το χωράφι με την ιδίαν ότι εκείνος θα ήτο ο πλούτος του. Έτσι λοιπόν οι μήνες εγελάσθηκαν και δια Δευτέρα φορά. Το τρίτον έτος έβαλαν αμπέλι και ειργάσθησαν όλοι εξ ίσου, όταν δε εμάζωσαν το κρασί απεφάσισαν να το αποθηκεύσουν όλο εις ένα βαρέλι, εκ το οποίον έβαλαν δώδεκα κάνουλες καλά σειράν εκ των κάτω προς τα άνω και εις απόστασιν ίσην, ώστε εις έκαστον ν’αναλογή η ιδία ποσότης κρασιού. Αφού εμβήκαν οι κάνουλες, εσφραγίσθησαν η κάθε μία με τας σφραγίδας όλων και ανέμειον την πρώτην του έτους, σύμφωνα με το έθιμον ν’ανοίξουν τα κρασιά/ Την πρώτη λοιπόν Μαρτίου, πρώτην του έτους, ευρεθησαν όλοι οι μήνες εμπρός εις το βαρέλι. Έπρεπε να καθοριστή ποια κάνουλα θα έπαιρνε ο κάθε ένας εκ των αδελφήν, κατά σειράν βέβαια όπως ήσαν. Τότε ο Μάρτιος, δια να τους γελάση πάλι, γυρίζη και λίγη εις τους αδελφούς του : <Λοιπόν, αδέλφια μου, εγώ θα πάρω την επάνω πάνω κάνουλα και ετοιμασθήτε να την ανοίξωμε και να αρχίσω να πίνω το μερίδιο μου. Οι άλλοι όμως μήνες διαφώνησαν προς τούτο και επειδή είχον γελασθεί το προηγούμενον έτος με το σιτάρι που πήρεν ο Μάρτιος το επάνω μέρος, όλοι του υποχρέωσαν να πάρη την πρώτη κάνουλα από κάτω κάτω από το βαρέλι και αμέσως απεσφράγισαν την κάνουλα και άρχισεν ο Μάρτιος να πίνη το κρασί του. Αι ημέρας προχωρούσαν και ο Μάρτιος έπινε κανονικά το κρασί του. Όταν όμως έφθασαν εις την μέσην, δηλ. τας 15 Μαρτίου, επειδή έβλεπε να πηδά πολύ κρασί από την κάνουλα, υπελόγισεν ότι όπως έπινε, δεν θα κορόκανε να πιή όλο το μερίδιό του. Ήρχισε λοιπόν να πίνη κάπως περισσότερον την ημέραν του και έτσι ήρχισε να μεθά και να κάμνη τρέλλες. Τέλος μεθυσμένα και τρελλά έφθασε εις την Τριακοστήν πρωίαν. Τότε ήπιε-ήπιε όσο μπορούσε, αλλά προς το βράδυ εδήλωσεν ότι δεν θα μπορούσες να πιή άλλο αλλά και ότι θα ήτο άδιησι να στερηθή του μεριδίου του. Ο Μάρτης τότε είχε τριάκοντα ημέρας. Δια τούτο παρκάλεσε τον μικρότερον των αδελφών, του Φεβρουάριον να του χαρίση μίας ημέραν δια να πιή και το υπόλοιπον του κρασιού που απέμεινε από το μερίδιον του. Ο Φεβρουάριος του παρεχώρησε μιαν ημέρα και έτσι έμεινε κουτσουρεμένος. Την ημέραν αυτήν ο Μάρτιος ήπιε όλο το κρασί που απέμεινεν, εμέθυσεν, έθυσε και απέλυσε διότι μεθυσμένος τύφλα και μη γνωρίζεις τι κάμνει, εύρεξε, εχίσησε, εφύσησε, κατέστρεψεν το πάν επάγωσε την γριά και τα ζοδάκια της και τόσα άλλα, έκαψε και τα ξύλα και τα παλούκια ακόμη και δι αυτό πήρε το όνομα! Μάρτης, Γδάρτης και Παλουκοκαύτης. Αφού τελείωσε τέλος πάντων ο Μάρτιος, ήλθεν η σειρά τα’Απρίλη ν’ανοίξη κι αυτός την κάνουλα και ν’αρχίση να πίνη το μερίδιό του. Παρουσιάσθησαν λοιπόν πάλιν όλοι οι μήνες και απεσφράγισαν την κάνουλα που προωρίζετο δια τον Απρίλιον. Άλλο κρασί δεν έτρεξεν. Διότι όλο το κρασί του βαρελιού το είχε πιεί ο Μάρτης. Τότε απισφράγισαν με τη σειρά όλες τις κάνουλες μέχρις επάνω και αφού δικοιστωσαν ότι δεν υπήρχε κρασί εις το βαρέλι, τότε κατάλαβαν ότι πάλι τους εγέλασε ο Μάρτης εις την μοιρασιά, εθύμωσαν όμως τόσον, ώστε από τότε ο Μάρτης, οσάκις μεν ενθυμείται το ξύλο που έφαγε κλαίει, οσάκις δε ευθυμείται τους ήπιε όλο το κρασί γελάει. Ετος ψηγείται και η ακαταστασία του Μαρτίου με το να λέγουν: Ο Μάρτης το πρωί το ψοφάει κι ως το βράδυ το βρωμάει με το να κάμνη εναλλάξ εντός της αυτής ημέρας βροχήν, χιόνι και ήλιον. Γι αυτό λοιπόν καθωρίσθη μια φορά το χρόνο την πρ΄ψτην Απριλίου να γελούν όλους και για όλον τον χρόνο, και όπως γελ΄’ασθησεν ο Απρίλιος και δεν ευρήκεν κρασί, έτσι και εκείνπι που του γελούν την Πρωταπριλιά γυρίζουν άπρακτοι. | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις ΛΖ΄- ΜΕ΄ | |
dc.relation.source | Ευθ. Μπουντωνάς, Μακεδονικόν Ημερολόγιον, Θεσσαλονίκη, σελ. 187, 1938 | |
dc.relation.sourceindex | Μακεδονικόν Ημερολόγιον, 1938 | |
dc.relation.sourcetype | Ημερολόγιο | |
dc.description.bitstream | D_PAA_06437w, D_PAA_06437w2, D_PAA_06437w3,D_PAA_06437w4 | |
dc.subject.legend | Παράδοση ΛΘ | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 734075/Θεσσαλονίκη |
Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο
Αρχεία | Μέγεθος | Τύπος | Προβολή |
---|---|---|---|
Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο. |
Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές
-
Παραδόσεις
Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.