Αστείος δε φαίνεται ημίν ο τρόπος δι συ αιτιολογείται το προς το πρόβατον αμοιβαίον μίσος του βουβαλιού συνεφώνησαν, λέγουσι ποτε ο βούβαλος και το πρόβατον έν τίνι λειμώνι μέχρι της δύσεως του ηλίου χωρίς ν’αφοδεύσωσι. Και το μέν πρόβατον πανούργως παλιτευθέν κατώρθωσε υποβοκό σύμενον υπό της λεπτής κατασκευής της κόπρου και της πλατείας ουράς του να κοπρίση κροφτής, ο δυστυχής όμως βούβαλος μη δυνάμενος να κατέλθη επ τόπου ούτο άνευ φανεράς δηλώσεως και εκ φιλοτιμίαςς, φαίνεται θέλων να υπερισχύση και νικήση εις την πονηράν ταύτων άμιλλαν υπέμεινε μέχρι τέλους, μέχρι της προσδιορισθείσης ώρας, ότε εξοιδωθείς υπέρ φύσιν ετελεύτησεν όταν τρώς εννοήσας ο τάλας την οικτράν και γελοίαν αεπάτην τουν’ εν στιγμάς αγωνίας θανάτον ευρισκόμενος ακατηράσθη το πανούργον πρόβατον όπως μη ευρίσκη, ησυχίαν, αλλ’ίνα το μέσον, όπερ μετεχειρίσθη προς απάτην ενοχλή αυτόν αδιαλείπτως ουδέ κατά την ώραν της τροφής παρέχοντω ησυχίαν.
Τόπος Καταγραφής
ΑδριανούποληΧρόνος καταγραφής
1891Πηγή
Αρ. 34, 131, Κ. Κουρτίδης και Γ. Κωνσταντινίδης, ΑδριανούπολιςΕυρετήριο και είδος πηγής
34, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT