Η μαντρατόρισσα κι ο Φλιάρης
Είχεν μιαν μαντρατόρρισσα κι έλε(γ)εν πως δε εφούνταν το Φλιάρη. Τον επερίπαιζε πάντα και του 'λε(γε) την τελευταία του μέρα : Φλιάρη, Φλιάρη, Κουτσοφλιάρη τα ρίφκια μου εκερατσίσαν τ'αρνιά μου εσκουλλοχωρίσαν. Ο Φλιάρης τότε θύμωσε πολύ, επήρεν μια μέρα που τον Μάρτη κι έπιασεν τες βροχές. Βρέχε, βρέχε, έπνιξεν ούλα τα ρίφκια και τ'αρνιά της μαντρατόρισσας που τα 'χεν μέσα στο ριφώμα και στ' αρνοκέλλι. Μανάχα ένα ρίφιν εγλύτωσεν, γιατί το είχεν βάλει κάτω που το σικλί. Σαν έπαψεν η βροχή, εξεσκέπασεν η μαντρατόρισσα το σικλί, για ξνα δή άν ζή το ρίφι. Εκειά που 'σκεψεν να δή, εσάρταρεν το ρίφι και της έβκαλε το 'να της μμάτι με τα κούτσιλα του. Το ρίφιν αυτό σαν εμιάληνε κι εγέννησεν, έβκαλλε παραπολύ γάλα. Και σαν ήθελε να το κράξη, του φώναζε : <ψούρι τ'απομηνάριν του θεού> (εφούνταν=εφοβούνταν, Φλιάρη=Φλεβάρης,μαντρατόρρισσα=τσοπάνισσα, εκερατσίσαν= έβγαζαν κέρατα, εσκουλλοχωρίσαν= έκαμαν σκουλιά, μακρυά μαλλιά, ρίφωμα= εκεί που βάλλουν τα ρίφια, αρνοκέλλι=εκεί που βάλλουν τα αρνιά, μανάχα=μόνον)
Place recorded
ΡόδοςRecording year
1939Source
Αναστ. Βρόντη, Ροδιακά, τομ. Α', Αθήναι, 1939, σελ. 57 -58, αρ. 4Collector
Source index and type
Ροδιακά, Α, ΒιβλίοItem type
ΠαραδόσειςTEXT