Μιχαήλ Αρχάγγελος
“Ο Μιχαήλ Αρχάγγελος παίρνει τσι ψυχές. Το σώμα είναι βρωμερό και σαπίζει ογλήγορα Μια φορά ήτονε ένας φτωχός, πάφτωχος, δεν είχενε ο κακομοίρης μόνον το νερό στο σταμνί. Είχενε ένα μωρό και κιανείς δεν ήθελε να τούτο βαφτίση. Μιαν ημέρα επέρασε ένας περασάρης. <Ώρα καλή>του λέει. <Ά καλώς το σύντεκτο>του απαντά ο φτωχός. Ε και νάτονε να μου βαφτίσης κιονέ το κοπελλάκι, απούμαι φτωχός και δε μου το βαφτίζει κιανείς.> Πάνε στο μαναστήρι, βαφτίζει το. Απίς ετελείωσε το μυστήριο, εσηκώθηκε ο σάντολος να φύγη. Λέει του ο φτωχός. <Αι και δε μου λές εδά αφέη σύντεκνε ποιος είσαι τουλόγουσου από πού να το κατέχω;>Λέει <εγώ ‘μια ο Μιχαήλ Αρχάγγελος>. Λέει ο φτωχός¨<σαν είναι ‘τσά, σου πέφτω ριτζατζής να μου το μηνύσης να το κατέχω πότες δα ποθάνω.> Κα ίντα λογάται, μετά χαράς… -Επεράσανε χρόνια.. Ο φτωχός ερρωσθιενε, τη μια πονέμματος, την άλλη πόνοι στα νεφρά, την άλλη κρυγιορέμματα, ήφταξεν η ώρα ντου, ήρθενε ο Μιχ. Αρχάγγελος, ήπηρε την ψυχή ντου… Επηγαίνανε, επηγαίνανε επηγαίνανε οι δυο συντέκνοι. Εκουραστήκανε, εκάτσανε. <Ώ χαρώ το Θηό σου μπρέ σύντεκνε-λέει ο φτωχός-και γιάντα δεν εβγήκες στο λόγο σου να μου πέψης μια γραφή να κατέχω και εγώ πότε θα ποθάνω, να κάμω τα χρέη μου σα χρισθιανός, να ξεμολοηθώ, να μεταλάβω.>Λέει <μα εγώ σου το μήνουσα κάθα βολά”. Λέει <μα εγώ μπρέ δεν ήλαβα μουτζντέ>. Λέει ¨<οντεν επόνιεσε η μέση σου, σου μήνυσα, οντέν επονούσανε τα πόδια σου, σου μήνυσα. Ετουτανά ‘ναι μένα τα μηνυτά μου. Μόνο σήκω να πά να μου φέρης απού το σπίτι σου τη βούργια μου, γιατί την εξέχασα. Πάει ο άνθρωπος στο σπίτι ντου, στρέφεται δεξά ζερβά, δε θωρεί βούργια, μόνο θωρεί ένα μπράμμα σαν το ασκί απάνω στο κρεββάτι και βρώμιενε ωσάν τσι εφτά σκύλους. Για γέρνει, πάει στου συντέκνου του. Πάει λέει του, λέει <δεν είδα γώ βούργια, μόνο έναν ασκί βρωμεσμένο>. Λέει <εκειά μέσα ‘σουνε>. Δεν εμεταμίλησε αυτός, μόνο εξεκινήσανε και πηγαίνανε. Στη στράτα ο Μιχαήλ Αρχάγγελος εξέκοψε δρόμο κι ήκαμε μιαν ανεκουλουρίδα και παντήχνουνε μια βρύση. Τότες γυρίζει και κάνει του συντέκνου ντου : <Πιε μια στάξη νερό από τούτηνε τη βρύση κι άντες γιατί εργήσαμε>. Πίνει ο σύντεκνός και πάνε πάνε, και δεν εξαναθυμήθηκε μουδέ ασκί πούτανε μέσα, μουδέ του απάνω κόσμου κιαολιάς. (κιαολιάς= καθόλου).
Τόπος Καταγραφής
ΚρήτηΧρόνος καταγραφής
1949Πηγή
Ευαγγελία Κ. Φραγκάκι, Συμβολή στά λαογραφικά της Κρήτης, Αθήνα, 1949, σελ. 98 -99Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Συμβολή στα λαογραφικά της Κρήτης, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΛΖ΄- ΜΕ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΛΗΤίτλος παράδοσης
Μιχαήλ ΑρχάγγελοςΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.
-
Ο άρκος έφαεν τζ έβρασεν, ο φτωχός έφαεν τζ' ερίασεν, άρκος εποταξάρωσεν τζ' ο φτωχός έβρασεν
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.Ερμηνεία: Ο πλούσιος φαγών τα πολυποίκιλα φαγητά και πιών οινοπνευματώδες και άλλα θερμαντικά ποτά, εθερμάνθη. Ο πτωχός όμως φαγών το λιτόν φαγητόν του και μη πιών άλλο ειμήν ύδωρ μόνον, εκρύωσεν, αλλά κατόπιν που ήρχισε ...