Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.authorΠαναγιωτίδης, Δ. Α.
dc.coverage.spatialΘεσπρωτία
dc.date.accessioned2016-01-15T11:10:22Z
dc.date.available2016-01-15T11:10:22Z
dc.date.issued1902
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/20.500.11853/297460
dc.languageΕλληνική - Κοινή ελληνική
dc.language.isogre
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
dc.rights.urihttps://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
dc.titleΈναν πεθαμένο πρίν να τον θάψουν τον δρασκίλια μια γάτα και αφού τον έθαψαν και πέρασαν τρείς μέρες, την νύχτα ο νεκροθάφτης που έφερε γύρα ‘ς τα μνήματα τον είδε όξω από το μνήμα του σαβανωμένον. Από τον φόβο του έφυγε και πήγε και το είπε σε πολλούς, αλλά κανένας δεν κόταε να πάη να ιδή και το άφκαν για το πιρνό. Το πορνό πήγαν όλοιθ να τον ιδούν, όμως δεν ηύραν τίποτε όξω. Έσκαψαν τότε το μνήμα και τον ηύραν μέσα τον σκέπασαν και έφυγαν λέγοντας αναμεταξύ τους, άλλους ότι δεν ήταν τίποτε και η ιδέαν έκαμε τον νεκροθάφτη να ειπή έτσι, άλλοι ότι ήταν αλήθεια, γιατί τον δρασκέλισε η γάτα και άλλοι το άφηκαν το πράμμα να ιδούν τι θα γίνη άλλη βραδυά. Την άλλη βραδιά πήγε πάλι ο νεκροθάφτης με άλλους δυό τον ηύραν όξω από το μνήμα, αλλά σκιάχτηκαν κι έφυγαν. Και το πορνό, όταν πήγαν όλοι και δεν τον ηύραν όξω, έσκαψαν και τον ηύραν πάλι μέσα. Έτσι έγινε και την Τρίτη βραδιά. Ερώτησαν τότε τον παπά τι να γένη και αυτός τους είπε ότι πρέπει να του διαβάζη κάθε μέρα από μια συγχωρετική ευκή και του την διάβασε ίσια απάνω ‘ς το μνήμα του, αλλά δεν ωφέλησε τίποτε, γιατί το βράδυ βγήκε πάλι ο πεθαμένος και δεν έκατσε εκεί, αλλ’έφερνε γύρα ‘ς το χωριό όλο με αλυσσίδες ‘ς τα ποδάρια που έκαναν χτύπο δυνατό και πήγε ‘ς τα σπίτια τα συγγενικά και τσάκιζε τζάμια και φώναζε. Τούτο γίνονταν κάθε βράδυ μια ‘βδομάδα ακέρια και όλοι ήταν φοβισμένοι ‘ς το χωριό. Μια βραδυά δεν ακούστηκε τίποτε και την ημέρα πήγαν και είδαν ‘ς το μνήμα του και τον ηύραν άδειον και δεν ήξεραν τι έγινε και που πήγε, γιατί άλλη βραδυά δεν ακούστηκε πλέον. Τούτος είχε φύγει πολύ μακρυά σε ξένον τόπο και άνοιξε εμπόριο και έγινε πλούσιος, πήρε και γυναίκα, αλλά κανένας δεν ήξερε πούθε είναι και πως τον λέν και πότε ήρθε, γιατί ξημέρωσε με το μαγαζί ανοιχτό. Ο νοικοκύρης του αραστηρίου έλεγε πως του πήγε μια νύχτα σπίτι και του νοίκιασε το αργαστήρι και ίσια την νύχτα το γιόμισε με πράμα. Από την γυναίκα του πήρε, γιατί του έδωσαν γυναίκα αφού έγινε πολύ πλούσιος και φαίνονταν και καλός, απόχτησε δυό παιδιά χωρίς κόκκαλα. Και κρέας αυτός δεν έτρωγε ποτές, αλλά μόνον τα απί μέσα του σφαχτού και κάθε Παρασκευή βράδυ ταξίδευε και γύριζε την Κυριακή το πορνό και δεν ήξερε κανένας που πήγαινε. Όταν του λεγε η γυναίκα του : -Γιατί δεν τρώς κρέας; -Για να ξεχωρίσουν οι απομέσα από τους από όξω τους έλεγε.-Γιατί ταξιδεύεις Παρασκευή; -Γιατί τότε πρέπει να γιομίση το σπίτι μου, της έλεγε. Και όταν του έλεγε : -Γιατί είναι τα παιδιά σου χωρίς κόκκλα; -Για να ξεχωρίζουν όσοι είναι από εκείνους που δεν είναι, τους έλεγε. Αλλα από αυτά δεν καταλάβαινε αυτήν. Ύστερα από κάμποσο καιρό, έτυχε να ταξιδέψη ΄ς αυτήν την πολιτεία ο αδελφός του πεθαμένου τουταννού και όταν θα έμπαινε μέσα, βήκε τούτος και τον καρτέρεσε και τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ο αδελφός σαν του γνώρισε τρόμαξε όμως τον ησύχασε τούτος και τοιν πήρε ‘ς το σπίτι του και τον υπεριποιούνταν πολύ και έκανε πολύν καιρόν και είδε όλα τα πράματα=ότι δεν έτρωγε κρέας, ότι δεν είχαν κόκκαλα τα παιδιά του, ότι ταξίδευε κάθε Παρασκευή, έμαθε και από την γυναίκα του πολλά και δεν του έμεινε υποψία ότι ήταν βρυκόλακας και θέλησε να φύγη, να γυρίση ‘ς τον τόπο του. Του έδωκε τότε ο αδελφός του χρήματα πολλά και του είπε να μη πή τίποτε για αυτόν που είναι εδώ και έφυγε ο αδελφός. Όταν ήρθε όμως ‘ς το χωριό τους τα μολόγησε όλα ‘ς τους χωριανούς. Πήγαν τότε και άνοιξαν την Τετράδη το μνήμα του και δεν τον ηύραν μέσα. Το άνοιξαν το Σάββατο και τον ηύραν και τοιμάζονταν να τον κάψουν, αλλά σηκώθηκε αμέσως. Του έπιακαν όμως και δεν τον άφηναν να φύγη, γαιτί του άναψαν ολογυρά του Τειάφι πολύ και έσιασαν την φωτιά. Αυτός έκλαιγε, εφώναζε, παρακαλούσε, τούτοι δεν τον άφηναν. Τότε ζήτησε να ιδή τον αδελφόν του, αλλά αυτός δεν ήθελε να έλθη να τον ιδή. ‘ς τον πάτι, επειδή τον ζητούσε ολοένα του είπαν να του δείξουν μόνον του δαχτυλό του. Τον έφεραν λοιπόν κρυμμένον εκει και του έδειξαν το δάχτυλό του και αυτός πάει να το φιλήση και τον ρούφηξε όλον μέσα του. Έγινε τότε και η φωτιά και τον έκαψαν και τελέιωσε πλιό και ησύχασαν όλοι.
dc.typeΠαραδόσειςel
dc.description.drawernumberΠαραδόσεις ΛΖ΄- ΜΕ΄
dc.relation.sourceΑρ. 53, 341, 21, Θεσπρωτία, Παναγιωτίδης
dc.relation.sourceindex53
dc.relation.sourcetypeΑρχείο χειρογράφων
dc.description.bitstreamD_PAA_06175w, D_PAA_06175w2, D_PAA_06175w3
dc.subject.legendtitleΟ βρυκόλακας
dc.subject.legendΠαράδοση ΛΖ
edm.dataProviderΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.dataProviderHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.providerΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.providerHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.typeTEXT
dc.coverage.geoname252941/Θεσπρωτία


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

ΑρχείαΜέγεθοςΤύποςΠροβολή

Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο.

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

  • Παραδόσεις
    Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές