Τον παλαιόν καιρό, παιδί μου βρουκολακιάζουνε9=βρυκολακιάζανε)πεθαίνανε και σηκωνέτανε από τα μνήματα και γυρίζουν εδώ κι εκεί)οι αρθρώποι, γιατί δεν τωνε βάνασι dην πετάρα στο στόμα dώνε, κι ήτονε, λέει, καμιά βολά κανένας άρθωπος κι είχε δουλειά αναγκαία να πάη τη νύχτα στ’ακρωτήρι, κι ήπιασε λοιπό κι ήμπε (=μπήκε) σ’ένα σακκί (=μεγάλο τσουβάλι, σακκί εγχώριο φαντό, με χοντρό μάλλινο φάδι (=νήμα)φαμένο με τέσσερα φύλλα και μακρυό πολύ)και φορτώσανε στο άδαρο τα πρώτα κείνο κι ύστερα φορτώσασι dα φαγιά dου, γιατί εδούλια(φοβότανε)τζοί βροκολάκοι(ή βρυκολάκοι), που ‘θελε να τα’απαντήξουσιστή στράτα,γιατί ετότες (τότε)ήτανε σαν τη στάχτη μες τσι ρίμνες (=παρά πολλοί βρυκολάκοι μες στους δρόμους) Εδιακίνησε (=ξεκίνησε)λοιπόν κι ήφυε, κι ότι κι ελάργαρεν (=πήγε μακρυά) το χωριό πα (πάει) ένας βρουκόλακας κι ήψαχε(=έψαχνε) dο άδαρο. Είδε λοιπό το σακκί που ‘τον (ήτανε)ο άρθωπος μέσα, μα δεν εκατάλαβεν τότα. Είδε και τα φαγιά ‘που (από)πάνω φορτωμένα. Ηγγιξε λοιπό το χέρι dου στα φαγιά κι ήλεε (=έλεγε) Για ε τα’απανωώμι (=το επάνω)_κι ήβανε το χέρι dου στο σακκί, που ‘τον ο άρθρωπος κι ήλεε : Για έ (για ιδές)το κατωώμι, κι άμ’ ο αδουροgράχτης; Απίσω ν’ακόμη. Και στρέφουνταν (γυρνούσε)απίσω κι ήτρεχεν, ο άδαρος όμως επορπάθιε (επορπατούσε) κι ήρχουνταν ο βρυκόλακας και τον ήσωνε (=τον έφτανε, πηαγινε κοντά του)κι επάαινε bάλι κοντά dου κι ήλεε : Για ε τα’απανωώμι, για ε το κατωώμι κι άμ’ ο αδουροgράχτης, απίσω ν’ακόμη; Κι εστρέφουντανε πάλι απίσω κι ορημος ο άρθωπος πλιά ήτρεμεν η καρδιά dου μες στο σακκί κι είνουντανε (γινότανε)φτή η δουλειά, ώσπου κι ήσωσεν πλιά και ξέφεξε και παρατησεν τονε.
Τόπος Καταγραφής
Νάξος, ΑπείρανθοςΧρόνος καταγραφής
1925Πηγή
Αρ. 1441, σελ. 185, Διαλεχτής Ζευγώλη, Απείρανθος Νάξου, 1925Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1441, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΛΖ΄- ΜΕ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΛΖΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.
-
Εκεί που δίν' ο Θιός τ' αλεύρι παίρν' ο διάβολος το σακκί κ' εκεί που δίν' ο Θιός το σακκί παίρν' ο διάβολος τ' αλεύρι
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ. (1888)Ερμηνεία: επί των εχόντων τι αλλά στερουμένων ετέρου επίσης αναγκαίου υπέρ άλλος κέκτηται στερούμενος όμως του ετέρου -
Έχ΄ αλεύρι το σακκί; Έχει! - Χριστός ανέστη. Δεν έχ΄ αλεύρι το σακκί; - θάνατον πατήσας
Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)