Μια φορά ήτονε στην Αιθιοπία ένας καλός, ένας καλότατος άθρωπος. Ποτέ ντου δεν ήκαμεν αμαρτία. Μα ο διάολος έχει πολλά πόδια κι ως το ύστερο δεν τον ήφηκε αλέρωτο. Μιαν κοπανιά γίνηκε γιαγκίνι στην πολιτεία ντου κι επομείνανε όλοι στο δρόμο. Σκώνετ’ αυτός και πάει στο μετόχι ντου. Ο διάολος να τόνε βάλη να πα βρη τη συμμισατόρισσα ντου. Οντόν ήβγενε όξω τόνε κουτουλά ένα βούι και τόνε σκοτώνει. Κατεβαίνουνε δυο αγγέλοι και παίρνουνε την ψυχή ντου να την πάνε στον ουρανό. Στο δρόμο ήσανε τα τελώνια των αιθιόπων και φωνιάζανε: «Απού ’τονε παραύλακος, απού ’τονε φονιάς, απού ’τονε κλέφτης!». Μα οι - γι - αγγέλοι ελέγανε τσι καλές του πράξεις. Επεράσανε κι επήγαν τόνε ίσαμε την πόρτα του ουρανού, μα εκειά ’τονε το τάμα τση πορνείας; Απ! και τον αρπά από τα χέρια των αγγέλω και πάει τόνε στον άδη. Φωνιάζει αυτός: «Νεανίσκοι, ελεήσετε με, νεανίσκοι, ελεήσετέ με». Ελυπηθήκαν τόνε οι - γι - αγγέλοι και πάνε και παίρνουν τόνε. Πάνε να το βάλουνε στο σώμα δε δέχεται να μπη, γιατί ήτονε τέσσερεις μέρες αποθαμένος και εβρώμιενε το σώμα. Λέσιν του τότεσά οι γι αγγέλοι: «Μα δε μπορεί να σωθή ψυχή χωρίς σώμα», κι ετσά εδέχτηκε κι εμπήκε. Μ’ αυτός και στο μνήμα μέσα εφώνιαζε: «νεανίσκοι ελεήσετέ με». Περνούνε οι - γι - αθρώποι κι ακούνε τσι φωνές. Πάνε και βρίσκουνε το Δεσπότη και λέσιν του: «Δεσπότη μου, ο άθρωπος απού θάψαμεν οπροθές φωνιάζει και πρέπει πως τον εθάψαμεν αζωντανό. Πάνε ανοίγουν το μνήμα και τον εβγάλανε. Πενήντα μέρες ήζησε και τσι πενήντα μέρες ήκλαιγε κι ετσά συχωρέθηκεν η αμαρτία ντου. [μετόχι = αγρόκτημα με σπίτι, παραύλακος = κλέφτης αγρού στα σύνορα].
Τόπος Καταγραφής
Κρήτη, Μεραμβέλλο, ΛατσίδαΧρόνος καταγραφής
1938Πηγή
Αρ. 1162 Β, σελ. 109 – 111, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1162 Β, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT