Οι Αναράες (Νεράϊδες)
Οι Αναράες ονομάζονται και Καλές γυναίκες και Ξωτικά. Είναι ψηλές και λιγνές γυναίκες, άσπρες σαν το γάλα και με μάτια μεγάλα και κόκκινα σαν το κερμίζι. Είναι πάντα ασπροφορεμένες μεταξωτά, ψιλά σαν τον αέρα και περιπατούν ανάλαφρα σαν να μην πατούν στη γη. Είναι και καλές και κακές Αναράες. Τρελλαίνονται για το χορό και το τραγούδι κι όταν βρουν κανένα λυριστή στο δρόμο τον αρπάζουν και τον βάζουν στη μέση να τως παίζη να χορεύουν ως την αυγή. Αλίμονο στον λυριστή, αν μιλήση την ώρα του γλεντιού, θα του πάρουν την εμιλιά του. Όσο χορεύουν και κοντεύουν τα ξημερώματα ακούουν, όταν κουκκίζουν οι πετεινοί και ρωτούν η μια την άλλη, τι πετεινός ήκραξε. Εκείνη που χορεύγει στον κάβο λέει: «ο άσπρος είναι, μόνο ας χορέψωμεν ακόμη. Μετά δυο τρεις βόλτες χορού ακούεται πάλι ο πετεινός και λέει ο κάβος: ο κόκκινος είναι κι ας χορέψωμεν ακόμη! Σε λίγο κράζει ο μαύρος και φωνάζουν όλες μαζί: Οξότε να φύγωμε κι ο μαύρος πετεινός εκούκκισε!!» και στα να γυρίσης να δης χάνονται. Οι Αναράες γεννούν παιδιά και πολλές βολές τες είδανε αθρώποι να πλύνουν τα κωλοπάννια των παιδιώ τως στους ποταμούς. Αν τύχη κανένας άνθρωπος ή παιδί και σιμώση την ώρα εκείνη στον ποταμό θα τον γκελλώσουν, όπως τόπαθε του Στ. η κόρη κι άλλες πολλές γυναίκες. Οι Αναράες αλλάζουν τα δικά τως παιδιά με των αθρώπων και γι’ αυτό λέουν « έλλαξα τον οι Αναράες, αυτός είναι αλλαμένος ή αλλοπαρμένος ή αναραοπαρμένος» και σαν τον γυρίσουν πίσω είναι ζουγλός και μισοπάλλαρος. Ποτέ του πλια δεν γίνεται καλά, εξόν αν εύρουν τρόπο και καλέσουν τες Αναράες και θελήσουν να του δώσουν την υγεία του. Μερικές Αναράες αγαπούν και μερικούς αθρώπους προ πάντων βοσκούς και μεταμορφίζονται σαν τοις γυναίκες τους και μένουν μαζί τους χρόνια και τους περετούν λέγουν πως ο γέρο – Μαλλόφτης είχε 300 σφαχτά κι είχε – χωρίς να το ξέρη – μιαν Αναράα αντίς για τη γυναίκα του – βόσκισα και τα βοσκε από την αυγή ως το βράδυ που τα γύριζε να τ’ αρμέξουν. Μια βραδειά έτυχε να μπερδέψη το φόρεμά της σ’ ένα ασπάλαθο απόξω ‘πό την μάντρα κι έσκυψε να το τραυήξη και τότε είδε ο Μαλλόφτης πως το ένα της πόδι ήτο γαϊδουρινό. Αμέσως έβαλε κακό στο νού του ότι είναι οχτρού πειραξιά και έκαμε το σταυρό του και της εφώναξε «Άμε στην οργή του Θεού και στη κατάρα της Παναγίας». Στη στιγμή ήνοιξε η γη και την εκατάπιε, ούτε ήτο ούτε φάνηκε. Την αυγή εσηκώθη ο Μαλλόφτης να πάρη τα σφαχτά στο βοσκειό αλλά δεν ηύρε τίποτε μήτε μικρό μήτε μεγάλο. Εκείνος εθάρρει πως τα οζά ετραυήξαν απάνω στα βουνά μοναχά τως και έκαμε ίσα πάνω για να ΄δη. Εκεί άκουσε μια φωνή να του λέη: «Έλα να τα πάρης τα ρημάδια σου και τα σκοτεινά σου» Αλλά δεν εθώρει τίποτε μήτε άθρωπο, μήτε σφαχτό. Τότες εκατάλαβε ότι ήτο το ξωτικό κι έφυγε κι ήρτε στο χωριό και τα είπε της γυναίκας του και από τότες πια από το φόβο του επαράτησε τη βοσκική κι εκάθετο στο χωριό. [γυναίκες= Κατ’ ευφημισμόν Πβ. Το Γαλλικόν «bonnes dames” επί της ιδίας εννοίας, πόδι γαϊδουρινό= Το γαϊδουρινό πόδι της Νεράϊδας είναι μεσαιωνική πρόληψις αναφερομένη εις τον διάβολον ως ονόποδα. Γνωστόν δε ότι και η Έμπουσα, φάντασμα δαιμονιώδες, ωνομάζετο ονοσκελίς, ως έχουσα σκέλη όνου κτλ. Ίδες Ελλην. Λαογρ. Κυριακ. Α. 183]
Τόπος Καταγραφής
ΚάρπαθοςΧρόνος καταγραφής
1934Πηγή
Μ. Γ. Μιχαηλίδου Νουάρου, Λαογραφικά σύμμεικτα Καρπάθου, 1932 – 1934, σελ. 238 – 240, αρ. ΘΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Λαογραφικά σύμμεικτα Καρπάθου, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΚΣΤΤίτλος παράδοσης
Οι Αναράες (Νεράϊδες)Στοιχεία πληροφορητή
Τραμπάκουλας, Πολυχρόνης Άνδρας Λυριστής εξ ΌθουςΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.