dc.contributor.author | Ζωγράφος, Χρηστάκης | |
dc.coverage.spatial | Άδηλου τόπου | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:09:16Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:09:16Z | |
dc.date.issued | 1896 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/295929 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Μνιά βολά ‘τονε, λέ’, ένας δράκοντας, και ήτον-ε το σπίτι ντου ‘ς ένα χαράκι μέσα. Και μνια νημέρα, λέει, ένας γέρος επήγαινε ‘ς τα ξύλα και οντέν ήθελα σηκώσει τα ξύλα είπεν – Ώφ! Κ’ εγλούκαν – ε ο όφις και του ‘πεν – ε Είντα με θες; Λέει. – Για το Θιό, κ’ εγώ δε σου φώνιαξα! Λέει – Όχι, εφώνιαξές μου, μόνο ‘πε μου πόσα παιδιά έχεις. Και ο γέρος του ‘πεν, λέει – Δώδεκα. Και του ‘πενε – Ντα έχεις γυναίκα; Λέει – Έχω, λέει – Ν’ αρθώ, να μου τη δώσης θε’ς; λέει – Να σου τη δώσω. Και πάει λέει ο όφις και του δίδει τη γυναίκα ντου και την – ε παίρνει, και πάει και θέτει μνια βιτσά κι ανοίγει ένα χαράκι και μπαίνει μέσα και εκεινιά η γυναίκα. Εκατεβήκαν –ε σκαλούνια, σκαλούνια, και είδεν ε΄κεινιά η γυναίκα του Όφη τη γυναίκα και ήτον – ε λουχούνα κ’ εκοιλοπόνανε. Και ‘κειιά τη γυναίκα, την άλλη που πήρε, ήτον –ε μαστόρισσα και τση ‘πενε. Κάτσε συ ‘παδά να γεννήση η γυναίκα μου, κ’ εγώ δα ‘πάω να κυνηγήσω να τση φέρω κυνήγι να φάη κι ανέ ‘γεννήσ’ αρσενικό παιδί, δα σου φέρω λίρες μουζούρια, πάλι και δε, ανέ γεννήση θηλυκό, θα σε φάω. Εγέννησε λέει κι εγέννησε θηλυκό. Κ’ ύστερα πιάνουν – ε ένα γκεράκι και το βάνουν – ε εκειά. Και ύστερα ήδωκεν η λουχούνα ένα μουζούρι λίρες εκεινης – ά τση μα – στόρισσας. Και ύστερα έρχεται ο άντρας στη και εξετύλιξε το κοπέλι και θωρεί πως ήτον αρσενικό, κ’ ήκαμε χαρές! Κ’ ύστερα το ‘τύλιξε, και τάδε ταχτέρου πάλι το ξετύλιξε. Και θωρεί και πέφτει ένα γκομμάτι γκερί. Και ύστερα εβλαστήμανε, κ’ εβγήκεν – ε τριανταδυό σκαλούνια, και απόκειας πάλι θέτει μνια βιτσά κι ανοίγει το χαράκι και ‘βγαίν’ όξω. Ύστερα ήσφιξεν –ε πάλι το χαράκι και ίσασε. Και ύστερα πάει και βρίχνει τη μπόρτα τζη και, ήτον –ε σφαλιχτή κ’ εκαθούντον –ε μέσα η μαστόρισσα κ’ επυρώνουντον –ε με τα παιδιά τζη, και εκουρκούνα τη μπόρτα και ήλεγε – Να ‘μπώ δα να σε φάω που ήκαμες πονηριά και μου πήρες τσυ λίρες; Και ύστερα δεν εμιλιούσαν – ε και ήπαιζε μνια δεκαρά χτυπηματιές τσυ πόρτες κι απόκειας εμίσεψεν – ε. | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄ | |
dc.relation.source | Ζωγράφος Χρηστάκης, Ζωγράφειος αγών, Εν Κωνσταντινουπόλει, τόμος Β,1896, σελ. 63 – 64 | |
dc.relation.sourceindex | Ζωγράφειος αγών, τόμος Β | |
dc.relation.sourcetype | Βιβλίο | |
dc.description.bitstream | D_PAA_04665w | |
dc.subject.legendtitle | Νεράϊδες Δ | |
dc.subject.legend | Παράδοση ΚΣΤ | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 390903/Άδηλου τόπου | |