Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.authorΑθανασόπουλος, Θ. Ι.
dc.coverage.spatialΑρκαδία, Κυνουρία, Καστρί
dc.date.accessioned2016-01-15T11:09:13Z
dc.date.available2016-01-15T11:09:13Z
dc.date.issued1912
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/20.500.11853/295859
dc.languageΕλληνική - Λόγια ελληνική
dc.language.isogre
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
dc.rights.urihttps://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
dc.titleΠίστις βαθύτατα ερριζωμένη παρά τω λαώ είναι, ότι το νερό κοιμάται επί τινα χρόνον κατά το ημερονύκτιον. Τούτο μαρτυρεί και η παροιμία «το νερό κοιμάται, αλλά ο κακός άνθρωπος δεν κοιμάται». Κατά διηγήσεις ας όμμασιν είδε το πράγμα, κοιμώνται τα ύδατα των διαφόρων ποταμίων, ρυάκων και κρηνών. Παρετηρήθη δήλα δη, ότι το ύδωρ είτε ποταμών είτε κρηνών κατά διαφόρους περιόδους εν μεσονυκτίοις ώραις έμενε στάσιμον και τελείως ακίνητον. Όταν ευρέθη τις προ του κοιμωμένου νερού, οφείλει να μη εκβάλη φωνήν, αν θέλη να μη πάθη μέγα τι κακόν, ούτε να διαβή άνωθεν αυτού, ουδέ να πιή εκ τοιούτου ύδατος, διότι τον αναμένει βέβαιος θάνατος. Αν μεταξύ πολλών παρευρεθέντων ίδη εις το κοιμώμενον ύδωρ, ποιεί τούτο γνωστόν και τοις άλλοις δια νευμάτων, ίνα μη, πριν ίδωσιν αυτό, ομιλήσωσιν ή πίωσιν. Παρά τινων μάλιστα πιστεύεται, ότι και το εν τοις δοχείοις ύδωρ κοιμάται τούτου ένεκα, οσάκις παραστή ανάγκη εν ώρα νυκτός να πίωσιν αυταί, ή να δώσωσιν εις τα τέκνα των ύδωρ, κινούσιν αυτό, ίνα, αν κατά τύχην κοιμάται, εξυπνήση και ούτω καταστή αβλαβές. Εις τ’ ανωτέρω δεν κρίνω άσκοπον να προσθέσω διήγησιν γραίας περί τινος κρήνης της πατρίδος μου, ης το ύδωρ ενίοτε κατά το μεσονύκτιον έπαυε να ρέη, τότε δ’ εξήρχετο εκ της κρήνης μεγαλοπρεπής Λάμια, ήτις, αφ’ ου έκαμνε τον νυκτερινόν περίπατόν της εις τα περί την κρήνην μέρη, εκάθητο ολίγον άνωθεν της κρήνης, είτα δ’ εισήρχετο εντός και ήρχιζε να ρέη εκ νέου το ύδωρ. Άλλοτε κατά διήγησιν της ιδίας αντί της Λάμιας επρόβαλλεν εκ της οπής της κρήνης εξαισία κεφαλή ταύρου. [Της μνημονευομένης ανωτέρω παροιμίας φέρονται αι εξής παραλλαγαί, εν Ηπείρω μεν «τα νερά κοιμούνται, οι εχθροί δεν κοιμούνται» εν Γορτυνία δε «το ποτάμι κοιμάται, ο οχτρός δεν κοιμάται» Απαράλλακτον έχουσι την παροιμίαν και οι Αλβανοί και οι Τούρκοι, ενώ άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί εκφράζουσι την αυτήν έννοιαν περί του εχθρού, άνευ της αντιθέσεως προς το νερόν, ίσως διότι και αν ειχόν ποτέ την δοξασίαν περί του ύπνου του νερού την ελησμόνησαν εντελώς. Εν Κρήτη, όπου επικρατεί επίσης αυτή η δοξασία, πιστεύουν ότι το νερόν κοιμάται μίαν ώραν την νύκτα ο δ’ επιθυμών να πίη πρέπει να το εξυπνήση ταράσσων αυτό δια της χειρός απαλώς, άλλως το νερόν αγανακτεί και του παίρνει το νού του. Συναφής είναι η ηπειρωτική, ότι δεν πρέπει να διασκελίζη κανείς νερόν την νύκτα. Ως αντίδρασις δε της χριστιανικής ευσεβείας κατά τους μέσους χρόνους πρέπει ίσως να εξηγηθή το παράγγελμα όπως επικαλώνται το όνομα του αγγέλου των ποταμών και των υδάτων οι την νύκτα διαβαίνοντες ποταμόν ή πίνοντες ύδωρ. Παρ’ άλλοις λαοίς δεν υπάρχει, καθ’ όσον εγώ τουλάχιστον γινώσκω, τοιαύτη δοξασία, ειμή παρά τοις Αλβανοίς και τοις Τούρκοις, αν δεχθώμεν ότι την περί του κοιμωμένου νερού παροιμίαν, την προϋποθέτουσαν την περί τούτου πίστιν, δεν παρέλαβον ούτοι εκ των Ελλήνων. Μόνον δ’ η σουηδική δεισιδαιμονία, ότι ο διερχόμενος την νύκτα από νερόν πρέπει να πτύση τρις προς αποτροπήν παντός ενδεχομένου κακού, δύναται να θεωρηθή ως υπαγορευθείσα υπό παραπλησίας τινός δοξασίας περί ενοικήσεως πονηρών πνευμάτων εις τα ύδατα κατά την νύκτα. Συγγενείς δε πως είναι και αι γερμανικαί, ότι το αντλούμενον ύδωρ προ της ανατολής του ηλίου την μεγάλην Παρασκευήν και την Κυριακήν του Πάσχα χάνει τας θαυμασίας ιδιότητας αυτού, αν τυχόν ομιλήση ο αντλών – Ουδόλως δ’ απίθανον να μη είναι άσχετα προς την δοξασίαν ταύτην και τα παρά τοις αρχαίοις φερόμενα περί της πηγής του Διός εν Δωδώνη, της οποίας το ύδωρ απεκαλείτο αναπαυόμενον και περί της οποίας έλεγον ότι εστείρευε κατά την μεσημβρίαν, και είτα ότι το ύδωρ αυτής κατά μικρόν αυξάνον επληθύνετο το μεσονύκτιον, και ύστερον πάλιν βαθμηδόν ηλατ τούτο. Η περί του ύπνου του νερού δοξασία και περί τιμωρίας των ταραττόντων την ανάπαυσιν αυτού φαίνεται ενέχουσα τον χαρακτήρα παλαιοτάτης πρωτογενούς θρησκευτικής παραστάσεως. Διότι παρουσιάζεται πάσχον και ενεργούν αυτό το στοιχείο της φύσεως και όχι κεχωρισμένη αυτού ανθρωπόμορφος ή θηριόμορφος προσωποποιία. Φέρεται δ’ όμως παρά τω ημετέρω λαώ η αυτή δοξασία και ύπο τύπους χωρισμού της μορφοειδούς ψυχής του στοιχείου από της ύλης αυτού. Ούτως εν Μυκόνω, κατά την μαρτυρίαν του Villoison, προ της αντλήσεως του ύδατος εχαιρέτιζον τρις το τελώνι. Εν Αστυπαλαία δεν πίνει κανείς από το νερό του πηγαδιού από το οποίον βγαίνει ένα στοιχείο, αν δεν κάμη πρώτα το σταυρό του, γιατί αλλιώς παθαίνει από το στοιχείο. Πολλαί δε παραδόσεις φέρονται παρ’ ημίν περί στοιχείων των πηγαδιών ή πηγών, βλαπτόντων τους πίνοντας νερόν άνευ δεισιδαιμόνων προφυλάξεων ή τους οπωσδήποτε ενοχλούντας αυτά. Η ανθρωπομορφική προσωποποιία των πηγαίων υδάτων έπλασε τας Ναϊάδας, τας Υδριάδας και τα Πηγαίας νύμφας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Την θέσιν τούτων επέχουσι παρά τω καθ’ ημάς λαώ οι Νεράιδες, οι Λάμιαις, η Πεγαδίσ’τρα. Κατά την μνημονευομένην ανωτέρω κυνουριακήν παράδοσιν, την ώραν του μεσονυκτίου, ότε το νερόν της κρήνης παύει να ρέη, εξέρχεται η προσωποποιούσα αυτό Λάμια, περιπατεί και κάθηται είτα άνω της κρήνης, (κτενίζουσα με χρυσόν κτένι την μακράν ξανθήν κόμην της, κατ΄άλλας παραδόσεις, όταν δ’ επανέλθη εις το νερόν εξακολουθεί ο διακοπείς ρους αυτού. Κατά γορτυνιακάς πάλιν παραδόσεις, το νερόν κοιμάται, όταν ευρίσκεται εντός αυτού η Νεράιδα. Και δια να φύγη η Νεράιδα και τρέξη πάλιν το νερόν, πρέπει να το ταράξωσι, ρίπτοντες λίθον εις αυτό. Άγνωστος άλλοθεν είναι η κατά την αυτήν κυνουριακήν παράδοσιν προσωποποιία της κρήνης ως κεφαλής ταύρου, ενθυμίζουσα τους ταυρομόρφους ποταμούς της αρχαίας μυθολογίας. Μόνον εν θηραϊκώ τινι παραμυθίω το στοιχειό ποταμού έχει όνομα Βωδοκεφάλας. Σ.τ.Δ [«Τα νερά κοιμούνται, οι εχθροί δεν κοιμούνται=Πολίτου Παροιμίαι (του ανέκδοτου μέρους) λ. εχτρός 14= Κατζιούλη, Επίμετρον (χειρόγρ.) αρ. 516 Αραβαντινού Παροιμιαστήριον αρ.1891, Βενιζέλου Παροιμίαι δημ. Σελ. 291, 91, «το ποτάμι κοιμάται, ο οχτρός δεν κοιμάται»= Π.Π. λ. εχτρός 17= Παπαζαφειροπούλου Περισυναγωγή σ. 298, 1016 και παρά Ν. Λάσκαρη εκ Λάστας, Αλβανοί=Doson, Manuel de la langue Chkipe σ. 124, 32 «Λιούμι φλιέ, bάσμι φλιέ» των μουσουλμάνων Αλβανών της Φράσσαρης. – O Pouqueville (Histoire de la regeneration de la Grece, Paris 1824 τ.1 σ.49) αναφέρει παραλλαγήν (αν είναι ακριβής η μετάφρασις), την οποίαν ήκουσεν από του στόματος του Αλή πασά: : L’ eau dort, mais l’ envie ne dort jamais.», Τούρκοι= «Σου ουγιούρ, dιουσ’μέν ουγιουμάζ.» (Osman Sprichworter, Wien 1865 αρ. 279 Μαλούφ Νασρεδίν Χότζα αστεία Σμύρνη 1861 σ.29, 17. Decourdemanche Mille et un proverbs tures αρ. 456), το νερόν= Γαλλική παροιμ. «Ennemi ne dort” (Hilaire Le Gai Petite eneyel. Dew proverbs francais, Par. 1852. Σ.24 Leroux de Lincy Le livre des proverbs, Par 1859 τ. 11 σ. 239, 296 – Καταλανική παρά Gortils y Vieta Etologia de Bl;anes, Barcelona 1886 σ. 183,89 – Γερμανική και ολλανδική παρά Wander Deutsches Sprichworter Lexicon τ. 1 σ. 967, 26, εντελώς= Εν τη γαλλική συνήθης είναι η χρήσις του ρ. Dormir επί της εννοίας του ακινητείν, ατρεμείν, όθεν λεγεται l’ eau qui dort (το στάσιμον ύδωρ), la, ou l’ eau dort (όπου το ύδωρ δεν ταράσσεται), ως επίσης λέγεται l’ argent qui dort (τα νεκρά χρήματα), une toupee, une rose des vents dorment, το νού του= Εστία τ. ΙΖ σ. 366 Πολίτου, Παραδόσεις αρ. 662, νερόν τη νύκτα= Ζωγράφ. Αγών σ. 192, ύδωρ= Ιατροσόφιον, κωδ. 2316 της Εθν. Βιβλιοθήκης των Παρισίων παρά Legrand Bibliotheque gr. Vylgaire τ. 11 σ. ΧΧ, ΧΧΙ, κακού= Grimm. Deutsche Mythologie τ. ΙΙΙ, σ. 479,40, ο αντλών= Wuttke, Deutcher Volksaberglaube σ. 72, 74 παρ. 83, 87, ηλάττούτο= Plin Ν.Η. ΙΙ 106, ύλης αυτού= Παρομοίως παραστάσεις ανήκουσαι εις διάφορα στάδια θρησκευτικής καταστάσεως διακρίνονται και εις τα νεοελληνικάς δοξασίας περί δένδρων. Βλ. Πολίτου Παραδόσεις αρ. 323 – 326, τελώνι= Εν Malte Brun Annales des voyages τ. ΙΙ σ. 180 (Πολίτου Νεοελλ. μυθολογ. σ. 132, Παραδόσεις σ. 1070), στοιχειό= Πολίτου, Παραδόσεις αρ. 470 και σ. 1071, ενοχλούντας αυτά= Βλ. αυτ. αρ. 466 κε. Και σ. 1071 – 2]
dc.typeΠαραδόσειςel
dc.description.drawernumberΠαραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄
dc.relation.sourceΘ. Ι. Αθανασόπουλος, Καστρί Κυνουρίας, Λαογραφία Γ, 1911 – 1912, σελ. 501
dc.relation.sourceindexΛαογραφία, Γ
dc.relation.sourcetypeΠεριοδικό
dc.description.bitstreamD_PAA_04595w, D_PAA_04595w2, D_PAA_04595w3
dc.subject.legendtitleΤο νερό που κοιμάται
dc.subject.legendΠαράδοση ΚΣΤ
edm.dataProviderΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.dataProviderHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.providerΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.providerHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.typeTEXT
dc.coverage.geoname445421/Αρκαδία, Κυνουρία, Καστρί


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

ΑρχείαΜέγεθοςΤύποςΠροβολή

Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο.

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

  • Παραδόσεις
    Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές