Η μητέρα της μητέρας μου, η γιαγιά μου, η Άννα Πέτρου Σέρβου είχε ένα χωράφι στη Μακρυόπουντα, κοντά στον Κούντουρο. Λοιπόν το ‘χανε σπείρει κριθάρι κι’ αυτοί είχανε ένα νερόμυλο κ’ εμένανε στο Μυλοπόταμο. Και το χωράφι αυτό τως ήτανε ξωναύλι (= δηλ. μακρυά). Συγκεντρώσανε πολλούς αργάτες να το θερίσουνε μονήμερα (= εις μίαν ημέραν). Ήτονε κ’ ένας ανιψός του πάππου μου, ο Κωνστατής Νικ. Σέρβος. Το μεσημέρι που τως σώθηκε το νερό πήρε ο ανηψιός του μια στάμνα να πάη να τη γεμίση. Όταν πήγε στο πηγάδι να γεμίση είδε ρούχα πλυμένα, απλωμένα. Σ’ αυτό το μέρος όμως ήτονε ερημιά, σπίτι δεν υπήρχε. Αυτός απόρησε. Ποια ήρθε εδώ να πλύνη. Όταν έβγαλε νερό να γεμίση τη στάμνα είδε μπροστά του μια γυναίκα στα άσπρα ντυμένη, πραγματικώς Νεράϊδα που λένε: Αυτός μάγκας, την μουντάρησε (=της επετέθη), και την τσίμπησε (=εφίλησε). Λέει του αυτή. «Να ‘χης χάρι αυτό το μαυρομάνικο μαχαίρι που ‘χεις στη μέση σου». Αυτός τότε αντιλήφθηκε πως κάτι κακό είναι κει δε μίλησε παρά έφυγε. Πήρε τη στάμνα κ’ εγύρισε στους αργάτες αλλά ήτονε τρομαγμένος. Του λένε οι άλλοι οι αργάτες. Γιατ’ είσαι τρομαγμένος; Και τους είπε την ιστορία. Οι άλλοι, το καταλάβανε και τον εμαλώσανε. Περάσανε τρεις τέσσερεις μέρες κ’ ήρθε η Κυριακή. Εφόρτωσε αυτός από το περιβόλι μαναβική (=κηπικά) και την έφερε στο μανάβη. Εξεφόρτωσε τα κοφίνια και έβαλε το ζώο του στο αχούρι (=στάβλος). Έκανε τις δουλειές του στη χώρα και το απόγευμα κατά τις δύο επήρε το ταγάρι του (= σακκούλι) κι επήε στο μαγαζί να ψωνίση. Μόλις εψώνισε εκκούμπησε το ταγάρι του από μέσα από την πόρτα. Σε μια στιμή βλέπει την Νεράϊδα που ‘χε συναντήσει στο πηγάδι κ’ ήτονε μέσα στο μαγαζί. Η ώρα ήτονε 2 το μεσημέρι. Τον αρπά αυτή από μέσα από το μαγαζί και γίνουνται άφαντοι κ οι δυο. Ο μπακάλης τον έχασε. Τον επερίμενε να ‘ρθη να πάρη το ταγάρι. Μέχρι που νύχτωσε αυτός δεν φάνηκε. Έκλεισε ο μπακάλης το μαγαζί του κι αφήκε τα ψώνια μέσα. Τον περιμένανε οι γονείς του να πάη το βράδυ στο σπίτι, δεν πήγε κι ανησυχήσανε. Περιμένανε να γυρίση το πρωΐ, αλλ’ αυτός δεν εφάνηκε. Αποφάσισε ο πατέρας του, ήρθε στη χώρα βρήκε το ζώο μέσα στο αχούρι (=στάβλοι). Πηγαίνει στο μπακάλη, βρίσκει το ταγάρι με τα ψώνια και του λέει ο μπακάλης πως εχάθηκε. Ρώτησε σ’ όλα τα μαγαζιά, πουθενά δεν τον ηύρε. Πάει στην Αστυνομία. Η αστυνομία πουθενά δεν τον ηύρε, ούτε σκοτωμένο ούτε ζωντανό. Οι γονείς του απερπιστήκανε. Αυτόν τον είχε πάρει η Ανεραΐδα και τον πήγε σ’ ένα τόπο που τον λένε «Στην κόκκινη Στεφάνη». (Τοποθεσία απέναντι στους Αγίους Αναργύρους. Το μέρος εκεί είναι απότομο και κοφτό και λένε πως εκεί κατοικούνε Ανεραϊδες). Εκεί τον ταΐζανε το καλύτερο φαεί, αλλά άθρωπο δεν έβλεπε κανένα. Τον εκράτησανε οχτώ ημέρες. Αυτός εκοίταζε να φύγη αλλά δεν εύρισκε μέρος από πουθενά. Στις οκτώ μέρες είδε ένα γεροντάκο και ήτονε μαζί του. Και βλέπει ένα μονοπάτι πάνω στην Κόκκινη Στεφάνη κι από ‘κει εγάντζωσε κ’ έφυγε. Όταν απομακρύθηκε μισή ώρα δρόμο είναι μια ανηφόρα στην Τοποθεσία Βεζιά. Ήτανε εκεί μια βρύση με νερό (τώρα την έχουν χαλάσει). Αυτός έτρεχε σαν τον λαγό και δεν έβλεπε μπροστά του. Μόλις έπιασε την ανηφόρα άκουσε και του χτυπούσανε πίσω παλαμάκια (= άκουσε χειροκροτήματα) και του φώναζαν: «Αϊντε και σ’ επιάσαμε». Αυτός έτρεχε όσο μπορούσε. Από την αφαιρεμάδα που είχε, όταν έφτασε κοντά στο περιβόλι τους, ήτονε ένα σπίτι της νονάς του, της Χρυσής Κωνσταντίνου Κορατζή. Αυτή ερχότανε στο δρόμο με μια στάμνα νερό και τον εγνώρισε. Λέει του: «Που πας;» Αυτός όμως δεν μπορούσε να μιλήση, του ‘χανε πάρει οι Ανεραΐδες τη μηλιά. Έτρεξε επήε στο σπίτι του κ’ έπεσε στο κρεββάτι αναίσθητος. Τον ερωτούσανε οι γονείς του, αλλά δεν μπορούσε να δώση απάντησι. Αμέσως εκαλέσανε τον παπά, του διάβασε μια βασκανία, τον τρέξανε στους Αγίους και σε δέκα μέρες άρχισε να συνέρχεται και τως τα διηγήθηκε όλα. Μετά αυτός έφυγε κ επήε στη Σύρα περιβολάρης και σε μια εκλογή ήρθε εδώ στην Τζια (Κέα) να ψηφίση και τότες τον εγνώρισα. Ήρθε στο σπίτι μας, που ήτονε πρώτοι ξαδέρφοι με την μητέρα μου, και τα ‘κούσα που τα λέγανε με τη μητέρα μου. Ήμουνα τότε πιτσιρίκος καμμιά δεκαριά χρόνων. [βασκανία= ευχή κατά της βασκανίας, εκλογή= εκλογή βουλευτών]
Τόπος Καταγραφής
ΚέαΧρόνος καταγραφής
1960Πηγή
Λ. Α. αρ. 2340, σελ. 11 – 16, Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη, Κέα, 1960Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2340, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΚΣΤΣτοιχεία πληροφορητή
Γκρέκας, Ιωάννης Άνδρας 70 Δ' ΔημοτικούΧαχάμης
Συλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.