Ο ανελεήμων Πέτρος
Μια φορά ήτονε ένας έπαρχος καλός. Ποτέ ντου δεν ήκανε αμαρτίες. Δεν ήτονε κλέφτης, δεν ήτονε πόρνος, ήπαιρνε το μηνιατικάκι ντου κι εζούσε. Είχενε μόνο ένα κακό, που δεν ήδιδε ποτέ ντου ελεημοσύνη. Τ’ αγγέλου ντου δεν ήδιδε νερό. Οι διακονιάρηδες το ’χανε μούδιασμα. Μιαν κοπανιά εκουβουδιάζανε δυο διακονιάρηδες για τον έπαρχο. Λέει ο ένας: «Μωρέ εγώ δα πάω και δα τόνε κάμω να μου δώση. - Όχι δε δα σου δώση. - Όχι δα μου δώση. Στην υστεργιά βάνουνε στοίχημα τσι διακονιές τως. «Αν τόνε κάμω να μου δώση δα πάρω τσι διακονιές σου, αλλιώς και δεν τόνε κάμω δα σου δώσω τσι δικές μου». Πάει και κουρκουνά την πόρτα του έπαρχου. «Δώσε μου και του λόγου σου πράμα, να χαρής ότι αγαπάς». - Δεν έχω, μόνο πήγαινε στη δουλειά σου. - Δε φεύγω α δε μ’ ελεήσης. - Πήγαινε, λέω, και δεν έχω να σου δώσω ελέηση . Κατά τύχη του φέρνανε το ψωμί κεινιά την ώρα απού το φούρνο. Αρχίζει πάλι αυτός: «Να! Απού ’χεις ψωμί. Δώσε μου έναν κομμάτΙ». Μανίζει ο Πέτρος κι αρπά ένα ολάκερο ψωμί και του το πετά στην κεφαλή. Αρπά αυτός το ψωμί κι ομπρός. Πάει και βρίσκει τον άλλο διακονιάρη απού ’χανε το στοίχημα βαρμένο και παίρνει του τσι διακονιές. Με τον καιρό αρρωστεί ο έπαρχος βαρά. Μούδ’ εμίλιε, μούδ’ ελάλιε, μόνο πως είχενε τα μάθια ντου ανοιχτά κι εθώριενε. Θωρεί δυο τάματα αγγέλους και κατεβαίνουνε και βαστούν τη ζυγαρά κι εζυάζανε την ψυχή ντου. Ο Πέτρος δεν είχενε κρίματα καωμένα μα δεν είχενε μούδε καλά κι η ζυγαρά δεν ήγερνε ούτ’ απού τη μιαν μπάντα, ούτ’ απού την άλλη. Ρωτά ο αρχιστράτηγος το σωματοφύλακα: «Μα δεν ήκανε, μωρέ, τούτος ποτέ ντου κιανένα καλό; Δεν ήδωκε σε κιανέναν μούδ’ έναν κομμάτι ψωμί; - Δεν ήδωκε μόνο έναν ψωμί μια φορά, μα του το πέταξε στην κεφαλή. - Φέρε το παέ». Παίρνει το ψωμί ο άγγελος, βάνει το στη ζυγαρά και γέρνει στην μπάντα των καλώ. Ο ανελεήμων Πέτρος τα θωρεί από κειά που κοίτουντονέ αμίλητος κι αλάλητος. Άμα ’ποζυάσανε οι γι άγγελοι σκώνουνται και μισεύγουνε. Ντελόγο κι ο Πέτρος επήρε καλύτερη μέρα. Σιγά σιγά γίνεται καλά και πιάνει και πουλεί ντελόγο όλα ντου τα υποστατικά και τα μοιράζει στσι φτωχούς κι απόι πάει και πουλιέται κι ο ίδιος σκλάβος σ’ ένα αφεντικό και δίδει και κειανά στσι φτωχούς. Μως κι εγίνηκε σκλάβος ήρχιξε τ’ αφεντικό ντου να προοδεύγη, να τρέχουν τα καλά στο σπίτι ντου σαν το νερό. Ο άθρωπος εξεστάθηκε και μιαν ημέρα τόνε ρωτά: «Μα δε μου λες του λόγου σου ποιος είσαι, ίντα άθρωπος είσαι; Απούσταν ήμπηκες στο σπίτι μου τρέχουν τα καλά στο σπίτι μου σαν το νερό».Καθίζει ο Πέτρος και κάνει του όλη ντου την ιστορία : «ετσέ κι ετσέ…» Τ’ αφεντικό ντου να τ’ ακούση τον ελευτέρωσε ντελόγο κι επήγε ο άθρωπος στη δουλειά ντου.
Τόπος Καταγραφής
Κρήτη, Μεραμβέλλο, ΛατσίδαΧρόνος καταγραφής
1938Πηγή
Αρ. 1162 Β, σελ. 106 – 109, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1162 Β, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Διάλεκτος - ΚρητικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΛΣΤΤίτλος παράδοσης
Ο ανελεήμων ΠέτροςΣτοιχεία πληροφορητή
Λιουδάκης, Γεώργιος Άνδρας 78Συλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.
-
Της όμορφης το μάγουλο, όταν γελάη, βουλιάζει και της πενταμορφότερης βουλιάζει στο σαγώνι
Πετρής, Πέτρος Π. (1942) -
Απ' τον μουλωχτό (άνθρωπον) να φοβάσαι
Παπαγεωργίου, Πέτρος Ν.