Νεράϊδες λέγονται γιατί βγαίνουν σε νερό. Γι’ αυτό δεν πάμε τη νύχτα στη βρύση τα δωδεκαήμερα. Αυτές είχαν όργανα. Πάνε μια φορά και ξεμοναχεύουν τον παππού μου. Τον γύριζαν σ’ όλα τα βουνά γύρω. Δεν τον απόμεινε τίποτα ούτε βρακί. Τον ανεβάναν απάνου στην πηγή (=4 βρύσες) Λέγαν: Συλαλεύεται Χριστός συλλαλεύομαι κι εγώ Δος του κι ας πηγαίνομε τίποτα δεν παθαίνουμε δός του κι εσύ Μαστροβασίλη. Ο Μαστροβασίλης όμως ήρθε στα λοϊκά του. Ανέβηκε και καθόντανε στη βρύση. Τον είχανε σακατέψει γιατί τον χτυπάγανε στην πλάτη. Αυτές πάντα γυρεύουνε να τον ρίξουν τον άνθρωπο μες το νερό και να τον πνίξουν. Αλλά κι ο άνθρωπος μόλις βραχή ξυπνάει. Βγαίναν και καταμεσήμερο, γι αυτό φοβούνται να πάνε μόνοι μακριά οι άνθρωποι. Τα παλιά χρόνια βγαίναν στα δώματα τα δωδεκάμερα και χορεύαν αυτές! Τότε βγαίναν τα δαιμονικά, γιατί δεν βάνανε στους νεκρούς εμπρός την πεντάλφα. Τώρα που τήνε βάνουν την πεντάλφα δεν βγαίνουν οι νεκροί από τα μνήματα. [Συλαλεύεται Χριστός= αυτό το λέγαν πάντοτε της Αναλήψεως, που έκαναν πάντα μπάνιο (Προφέρ. «της συλλαλήψεως»), ας πηγαίνουμε= δηλ. στη θάλασσα, Μαστροβασίλη= Του το καναν κάμποσες φορές αυτός τίποτα, ώσπου λάλησε ο πετεινός και τότε χάνονται αυτές].
Recording year
1943Source
Λ. Α. αρ. 1480, σελ. 40 – 3, Μ. Ιωαννίδου, Λαογρ. Προσφύγων Λιβησίου, Μάκρης, 1943Collector
Source index and type
1480, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT