Τα σκαλλικαντζούρια τα φυλάγανε πολύ αρχαίοι τώρα δεν τα φυλάνε. Τους λένε και σταχτομπούτηδες. Στα παιδιά λέγανε ότι είναι ανθρώποι μαλλιαροί όλοι έχουν κέρατα, άλλοι από άγρια ζώα πόδια αρκουδίσια. Καθόνταν γύρω στην φωτιά και συμπάγανε τη φωτιά. Γι αυτό πήγαιναν νωρίς να κοιμηθούν τα παιδιά. Μα κ’οι μεγάλοι το ξιτάζανε. Δεν πηγαίνανε 12 ημέρες να νυχτερέψουν. Καθόντανε μέσα. Ρόκα δεν κάναν. –Η μάννα του Μήτσου Βρέττου ήταν μισερή από τα σκαλλικαντζούρια. Αυτή ήτανε 5 κορίτσα φτωχά. Πήγαν λοιπόν κι άλλες πάλι φτωχές στο σπίτι της να νυχτερέψουν. Όταν τις απόβγαλαν στην πόρτα και πήγαν να μπούν μέσα αυτήν την πεδίκλωσε μια παρδαλή γάτα. Την διώχνει με το πόδι, δεν έφευγε την πιάνει με το χέρι και την βγάζει. Γύρισε μέσα, έμεινε πολύν καιρό άρρωστη κι απόμεινε στο τέλος με το χέρι κι ένα πόδι πιο κοντά. Κείνα τα χρόνια παρουσιάζονταν τα σκαλλικαντζούρια, γιατί ήτανε αθώοι οι άνθρωποι. Τώρα πια όχι. ‘’Γινήκαμε εμείς σκαλλικανζαραίοι. Ένθ’αν. σελ. 47: Τα σκαλλικαντζούρια φεύγουν και τη βραδιά παραμονή του Αγίου Βασιλείου και έρχονται πάλι την άλλη βραδιά. Τότε λέγανε πάλι : Ήρθατε καλώς ήρθατε με καλό ήρθατε με καλό να φύγετε. Αν καιγότανε κάνα μικρό δεν μπορούσε εύκολα να γίνη καλά, γι αυτό δεν τα’αφήνανε να πάνε κοντά στη φωτιά εκείνες τις ημέρες.
Τόπος Καταγραφής
Εύβοια, Αγία ΆνναΧρόνος καταγραφής
1942Πηγή
Λ. Α. αρ. 1479 Η, σελ. 46, Μ. Ιωαννίδου, Λαογ. Αγίας Άννης, 1942Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1479 Η, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT