Ήτανε χειμώνας σηκώθκε το πρωί για κυνήγι, έρριχνε χιόνι. Πήγε στη Χτιριαρού άκσε ένα μουγκριστό, βαιλέ μεγάλο! Τότε το νεκροταφείο δεν έπαρχε εκεί. Ζυγώνει κοντά στη βρύση. Τηράει κι ήτανε τα 2 στοιά και παλεύανε. Το ένα του Κάστρου ήταν λιάρο (ασπρόμαυρο), το δικό μας ήταν σταχτί (μούρκο). Αυτό είναι μεγαλύτερο. Τότε παρισιάσθη ένας ανθρωπάκος και του λέει :-φοβήθκες ; Να μη φύβγης, θα σου δώσω τούτο το σφυράκι, θα ζυγώσης πιο κοντά. –Τα δύο στιά είχανε κάνει πάρα κάτω. Αυτά θα ματαρθούν να παλέψουνε, να βαρέσης το λιάρο, όχι το δικό μας το μούρκο, γιατί θα έχουμε μεγάλη αρρώστια, ο γέρος κάθονταν. Αυτά μεταρχόντουσαν. Το πήρε στο ποδάρι με το σφυρί και το νίτισε κι έπεσε κάτω. Το δικό μας το παίρνει κυνηγητά ως τον πύργο του Κάστρου μουγκρίζοντα και τσιτώντα. Το δικό μας γύρσε πίσω (στην Αράχοβα) και έπεσε κουρασμένο απ’έξω απ’την εκκλησία. Ο γέρος βρίσκει άλλο κυνηγό χωρίς να πή τίποτα. Πέρασε κάμποσος καιρός και το είπε σε κάμποσους βλαμάδες. Κι έπειτα το μολόγαγε και σε μένα. Τότε έφτασε ευλογιά στο Κάστρο, ενώ εδώ τίποτε!
Τόπος Καταγραφής
Βοιωτία, ΑράχωβαΧρόνος καταγραφής
1938Πηγή
Αρ. 1153 Γ, σελ. 66, 1 , Αράχοβα, Μ. Ιωαννίδου, 1938Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1153 Γ, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT