Παραδόσεις περί Στοιχειών
Η γριά κυρούλα μας, (μάμμη), όταν μας εμάλωνε μικρά παιδιά που είμαστε, γιατί επερπατάγαμε τη νύχτα άφοβα, μας έλεγε ότι υπάρχουν στοιχειά και πρέπει να μαζωνόμαστε νωρίς στο σπίτι και για να μας βεβαιώση, μας εδιηγήθη ότι το μεγάλο παιδί της, το καλό, επότισε το χωράφι τη νύχτα και εκοιμήθηκε εκεί και τη νύχτα το βάρεσε το στοιχειό και ήρθε στο σπίτι με τρομερούς πόνους και σε τρείς ημέραις επέθανε, με ούλα τα ξόρκια που του κάμαμε. Άλλο. Εδώ εις τη μεγάλη Κουφάλα της Εκκλησίας, κοντά στο σπίτι μας, είναι ένας αράπης με μια μεγάλη τσιμούκα και κάθεται και φουμάρει και όποιον θέλει από τους διαβάταις τον τρώει. Άλλο : Στο λεύκο (βρύση) μια γρηά με μεγάλα δόντια ‘σά λανάργια (που ξένουν τα μαλλιά) και με μαλλιά ως τα πόδια της, ανεβαίνει στη βρύση και χτενίζεται από το βράδυ έως το πρωί και όποιον ιδεί τον τρώει. Όταν την ερωτήσαμε αν τρώνε, αλήθεια τα στοιχειά, ,μας είπε : < Άμ πως δεν τρώνε, μάλιστα εκείνο του Αι-Γιώργη, στην Καμάρα κ’εκείνο του Καμουτσαργιού (βρύση), ταχτικά ετρώγανε κ’επέρνανε τον Κουλουράκο, (χωρικόν αλαφροίσκιωτον που έβλεπε τα ξωτικά) αλά μπράτσο και επηγαίνανε συργιάνι και όποιον ηθέλανε τον εβαρύγανε, (τον έτρωγαν). Εμείς τα παιδιά απαντάγαμε πολλαίς φοραίς τον Κουλουράκο μοναχόν, χωρίς να βλέπουμε στοιχειά. Όταν κανένα από εμάς δεν εσκιαζότανε, επάταγε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του Κουλουράκου και ήβλεπε τα στοιχειά κι από την τρεμούλα του τον ξεπάταγε. Άλλο :Ο γέρω Λάντας επήγε μια ημέρα στο διάσελο (Διάσκελον) για ξύλα και εκεί που τα έκοβε άκουσε εβαρύγανε η Νεράιδες ταβούλια κ’εκεί που αγκρομαζότανε, ήρθε ένας ανεμοστρούφουλας και τον άρπαξε και τον έρριξε κάτου από το βράχο και για τούτο τον βλέπεται που είναι Στραβοσάγωνος. Μια άλλη φορά το στοιχειό της Παναγίας (εκκλησίας του Λειβαρζίου)το στοιχειό της Κερέσοβας (γειτονικού χωρίου) και της Αγίας Τριάδος (διαλελυμένης γειτονικής μονής) ετσακωθήκανε κ’εβάλανε στοίχημα να πάνε να φέρουν ξύλα πολλά και ν’ανάψουνε μια μεγάλη φωτιά για να γείνη ένας μεγάλος Φούντουκλας, και να τον πηδήσανε και όποιος δεν τον πηδήση να σταθή ναν τον φάνε τα άλλα και έτσι το χωργιό του ποτές να μη μεγαλώση.Τούτο το παραδεχτήκανε και τα τρία. Το Λειβαρζινό στοιχειό της Παναγίας ήτανε το μικρότερο και επειδή δε θα μπόρηγε να πηδήση τη φωτιά, είπε στα άλλα : ‘’Καθένας μας να πάη χωριστά για ξύλα ‘’. Και αφού το παραδεχτήκανε τα άλλα, εκείνο αντίς να πάη για ξύλα, επήγε πηλάλα και ηύρε τον Κουλουράκο, το φίλο του και του λέει :’’Στη στιγμή να πάς στο σπίτι σου και να γιομίσης το ντουφέκι σου καλά με το ζερβί σου χέρι και με το ζερβί σου πόδι να ξεκινήσης να πάς να σκαλώσης στο δέντρο της Παναγιάς (όπερ υφίσταται και σήμερον) κ’ εκεί να φυλάς γιατί εγώ έβαλα στοίχημα με το Κερεσοβίτικο και με της Αγίας Τριάδας τα στοιχειά να πηδήσουμε ένα μεγάλον φούντουκλα και όποιος δεν τον πηδήση να στέκη ναν τον φάνε τα’άλλα και το χωργιό του να μη μεγαλώση απ’ότι είναι τώρα. Είπε δε του Κουλουράκου : ‘’Eγώ θα είμαι λιάρο σκυλί, της Αγίας Τριάδας μπαρδαλό μικρό βόιδι και το Κερασοβενό μεγάλο βόιδι, μισό άσπρο και μισό πράσινο, και όταν ιδής ότι εγώ δεν θαν τον πηδήσω το φούντουκλα, θα σημαδέψης το Κερεσοβινό με το ζερβί σου μάτι και θα τραβήξης το σκαντάλι με το ζερβί σου χέρι και θαν του ρίξης και θα σου ειπή εκείνο βάρει τ’άλλη! Κ’ εσύ θαν του ειπής : ‘’Μια φορά μ’εγέννησ’η μάννα μου και μια φορά βαρώ’’. Έτρεξε ο Κουλουράκος ο καυμένος και όπως του είπε έκαμε και εσκάλωσε στο δέντρο. Το Λειβαρζινό στοιχειό επήγε, εμάζωνε τα ξύλα και επήγανε κοντά στο δέντρο όπου ήτανε ο Κουλουράκος. Επήγανε και τα άλλα δύο με τα ξύλα και τα’ανάψανε ούλα κ’έγεινε ένας μεγάλος φούντουκλας κ’εκεί που ήσαντε έτοιμοι να πηδήσουν, λέει το Κερασοβινό στοιχιό ‘’Ανθρωπινό αίμα μυρίζει’’. Πηδάει πρώτο της Αγίας Τριάδας κ’επέρασε το φούντουκλα. Έτσι και το Κερεσοβινό. Τότες ήρθε η αράδα και του Λειβαρζινού και καθώς επήδησε, έπεσε μέσα στη φωτιά. Αμέσως το Κερεσοβινό στοιχιό έτρεξε ναν το φάη αλλά το Λειβαρζινό λέει του Κουλουράκου ‘’βάρει! Κομμός στα χέργια σου’’, και αμέσως ο Κουλουράκος του ρίχνει και το στοιχειό εποδοκυλιώτανε χάμου σα γαιδούρι και φωνάζει του Κουλουράκου : ‘’Ρίξε κ’άλλη’’ (Γιατί τότες θα εγιατρεύστανε από τη λαβωματιά και θα έτρωγε τον Κουλουράκο), αλλά εκείνος του αποκρίθηκε : ‘’Μια φορά μ’εγγένησε η μάννα μου και μια φορά βαρώ’’ (κατά που ήτανε διαταγμένος) κ’έτσι εψόφησε το Κερεσοβινό κ’εγλύτωσε το χωργιό μας, το Λειβάρζι και στην Κερέσοβα από τότες δεν εχτίστηκε ούτε ένα καινούργιο σπίτι και από όσαις φαμελιαίς ήσαντε δεν αυγατήσανε, γιατί ένας γεννιέται κ’ένας πεθαίνει.
Place recorded
Αχαΐα, ΠάτραRecording year
1926Source
Λ. Α. αρ. 2268, σελ. 937-39, Χ. Κορύλλος, Αχαΐα κ.α.Collector
Source index and type
2268, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT
Language
Ελληνική - Κοινή ελληνικήDrawer
Παραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄Legend classification (acc. Politis)
Παράδοση ΚΑLegend title
Παραδόσεις περί ΣτοιχειώνCollections
Except where otherwise noted, this item's license is described as Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Related items
Showing items related by Text, collector, creator and subjects.