Η Νεμουκούαινα η Βλάμενα ηπά(γ)αιννε στη θάλασσ’ α, στα Λινάρ’ ζια εκ’ιά στης Κουνελλιούαινας τα’αμπέλι, μές τοδ δρόμο έσ’ει έναμ μάρμαρο, εκ’ ιά εί(δ)εν ρο μάρμαρο (γ)εμάτομ ‘πό χρυσάφι κι ‘ ηφώναξεν : -μμά γροσ’σάρες , κι ήρπαξεν τζυό φούχτες και τάβαλεν στήμ ποgιάν της, τσ’ι’ ευτύς ήμεινεν τζιαγά(κειδά)ξερή.Τσ’ι’ ύστερις πό λλίο(λίγο)ηπεράσιν (γ)υναίκες κ’ιαί την εί(δ)αν, την σσ’ηκώσαν και την πήαν όξω, στηχ Χώρα της ηκάμαν αγιασμόν, μα (δ)έν ηγιάνε. Στήμ ποgιάν της ηβρεθήκασι τρακόσσα γρός’σα. Το χρουσάφιν ήτον ενούς Αράπη που κάθουνταν τζιαγά κι’ ήβλεπεν το – η (γ)υναίκα ζή ακόμη σήμμερις
Τόπος Καταγραφής
ΚάλυμνοςΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Γιάννη Ζερβού, Ιστορικά παραμυθολογήματα, προλήψεις, στοιχεία, κακά πνεύματα, παραδόσεις, Δωδεκανησιακό. Άρχείο. 3(1958), σελ. 261Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Δωδεκανησιακό Αρχείο, 3, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT