Εδώ απουκάτου στον κάμπο (τση Πόλης) έχει όλο λάκκους με πλάκες απαίνου. Οι πρωτύτεροι δεν είχανε τράπεζες να φυλάνε τα λεφτά τους κι’ ερκόντανε και τα χώνανε. Τα βάνανε μέσα σε μια ελιά (εκάνανε λαούμι) ή σε λάκκο, τα κλειούσανε και τους λέανε ξόρκια. Θέλουνε να πούνε πως μια φορά ένας πιστικός είδε ένανε που εγύριζε μ’ένα σακκί γιομάτο λεφτά στον ώμο τους τα’ ετήραε να ‘βρη μέρος νάν τα θάψη. Ανέβηκε σε μια ελιά και παρατησούσε και τον είδε που τάβαλε σ’ένα λαούμι απουκάτου από την ελιά. Όταν έκλεισε το λαούμι, είπε :- Να μη σ’εύρονε, α δε σφαούνε απάνου σου εννιά αδρέφια! Κι έφυγε. Κατεβαίνει εκείνος από την ελιά ψάχνει από δώ, ψάχνει από κεί, δε μπόρεσε να βρή τίποτα. Πάει λοιπόν στη μάννα του και τση το λέει. ‘’Και πως μπορεί, τση λέει, μάννα μου, να γίνη αυτό και να σφάουνε 9 αδέρφια ; -Και δεν παίρνεις, γιέ μου, 9 κοττόπουλα να τα σφάξης ; Έτσι κι’ έγινε. Επήρε τα κοττόπουλα το παιδί, επήε κάτου στην ελιά και τα ‘σφαξε και έν τω αίμα εύρηκε το σακκούλι με το θησαυρό. Πήρε αμέσως όσα λεφτά μπορούσε και τα πήε στη μάννα του. Αλλά είδες που λέει πως η λαιμαργία δεν είναι καλό ; Να δής τι έπαθε. Λέει στη μάννα του. –Πάω να φέρω κι’ άλλα. Κι’ έτρεξε στην ελιά να πάρη κι’ άλλα. Αλλά εκεί που έψαχνε, ακούει μια φωνή από το δέντρο : Ακόμα δεν εχόρτασες ; Εκείνος δεν άκουσε, αλλά τη δουλειά του. Μόλις λοιπόν έκαμε να βαρέση και Τρίτη τσαπιά, έμεινε στο πόστο.
Τόπος Καταγραφής
ΙθάκηΧρόνος καταγραφής
1956Πηγή
Λ. Α. αρ. 2194, σελ. 388-89, Δημ. Λουκατος, Ιθάκη, 1956Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2194, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT