Ο Ιούδας
Α) Η γέννησή του. Οντόν ήτονε αγαστρωμένη η μάννα του Ιούδα να τονέ κάμη, επήγε ο προφήτης Νάθαν και τσ’ είπε: «Το παιδί απού δα κάμης, δα νάναι αφτομένος δαυλός να κάψη τον κόσμο.» Η γυναίκα το πρικάθηκε και μως και γέννησε τόβαλε μέσα σ’ έναν κασελάκι και πήε και τόρριξε στη θάλασσα. Τα κύματα πήρανε το κασελάκι κι επήγανε και το βγάλανε σε μιαν ακρογιαλιά. Εκειά ‘σανε γαϊδουροβοσκοί και το βρήκανε ανοίγουν το και θωρούνε το κοπέλι μέσα. Οι γαϊδάρες είχανε γεννημένα και το βάλανε και το βύζανε μια γαϊδάρα κι ενεθρέψάντο. Άμα μεγάλωσε του λένε: «Ε! εμεγάλωσες εδά, πήγαινε να πα’ βρης και συ δουλειά να ζήσης.» Β) Ο Ιούδας σκοτώνει τον αδερφό του.Σκώνεται κι αυτός και μισεύγει και πάει και μπαίνει δούλος. Και που να μπη, που να μην μπή; Εμπήκε δούλος στου κυρού ντου το σπίτι. Εδούλευγε κειά και περνούσανε καλά. Μα μιαν κοπανιά μάλωσε με τον αδερφό dου και τον εσκότωσε και σκώνεται και μισεύγει και πάει και μπαίνει δούλος στου βασιλιά. Το παλάτι. Γ) Ο Ιούδας σκοτώνει τον πατέρα του. Ο κύρης του σαν ήχασε και τ’ άλλο dου παιδί λέει μιαν ημέρα τση γυναίκας του: «Ερρίξαμε, κακομοίρα γυναίκα, το ΄να μας παιδί στη θάλασσα, εσκοτώσασί μας τ’ άλλο, κι εποκείναμε σα σβυτός λύχνος δεν έρχεσαι να δώσωμε των αμαθιών μας; Ίντα δα καθομάστανε μπλιό επαέ να κάνωμε;» Σκώνονται κιόλας και μισεύγουνε και πάνε και γίνουνται περβολάρηδες στου βασιλιά το περβόλι. Μιαν ημέρα πέμπει ο βασιλιάς τον Ιούδα να πάη να του κόψη ένα μάτσο ρόδα. Πάει αυτός στο περβόλι και φωνιάζει: «Περβολάρη! Ε περβολάρη!» Αθιβολή! Μπαίνει κι αυτός αμοναχός του και κόβγει ένα μάτσο ρόδα. Οντόν εμίσευγε, προβαίρνει ο περβολάρης κι εστέσανε καυγά. Μανίζει πάλι ο Ιούδας και σκοτώνει τον περβολάρη κι από πάει και το λέει στο βασιλιά: «Ετσέ κι ετσέ κι εμαλώσαμε με τον περβολάρη και τον εσκότωσα. – Μωρέ σκύλε, ιντά ‘καμες; Να πάρης εδά γυναίκα σου τη γυναίκα dου.» Πάει και παίρνει τη μάννα dου γυναίκα. Μιαν κοπανιά εκάθουντανέ και εκουβεδιάζανε μάννα και γιος και τόνε ρωτά: «Από πού ‘σαι και πως ευρέθηκες επαδά; - Εγώ δε γατέχω ποιοι ήσανε οι γονέοι μου. Εμένα με ευρήκανε γαϊδουροβοσκοί μέσα σ’ ένα κασελάκι και μ’ ενεθρέψανε. Και λέει τσης όλη του την ιστορία. – Σκύλε, και γιός μου είσαι και κολαστήκαμε, απού γενήκαμε κι αντρόϋνο. Να φύγης να πας ν’ ακλουθάς εκειούνουγέ τ’ αθρώπου, που λένε πως σώνει τσ’ αμαρτωλούς. Και φεύγει και πάει και γίνεται μαθητής του Χριστού.[δίδω των ομαθιών μου= φεύγω χωρίς να ορίσω που θα πάω]
Τόπος Καταγραφής
Κρήτη, Μεραμβέλλο, ΛατσίδαΧρόνος καταγραφής
1938Πηγή
Αρ. 1162 Β, σελ. 41 – 44, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1162 Β, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις Α΄- Θ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΘΤίτλος παράδοσης
Ο ΙούδαςΧαρακτήρες / Όντα
Ιούδας ΙσκαριώτηςΣτοιχεία πληροφορητή
Λιουδάκης, Γεώργιος Άνδρας 78Συλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.