Η λιβέτ'ς (Ο λεβέντης)
Μνια φουά κι’ ένα κϊ’ο γ-ήντου μέσ’ στα βάαχια τ’ς Σαμαθαάκ’ς γι-ένας παίδους, π’δε μιταείχι δεύτιουν κι ζ’λιβιντγιά, για τίτου ντουν λέγαν λιβέντ’. Αυτόν ντου παίδου ντουν γείδι κι ντουν αγάπ’σι η θυγατία τ΄ μπασιά π’ κάν’νταν στ’ Φουνιά ντου Πύυγου. Δωντούν είχι, κει ντουν είχι ντ’ αγκάαστουσι. Σαν ντου μάθαν τ’ αδέεφγια της, ντη γείπαν: «Έδγια(1) αα μας μουλουγήγ’ς ποιος ένι αυτός π’ σ’ αγκάστουουσι για αα σι σφάξουμ’. Φουγήθηκ’ η καμέν’κι του μουλόγ’σι. Σα ντου μάθαν πως ήντου η λιβέτ’ς, ντου πααμουνέψαν εκ’ από’πάγινι στου σπήλι’ τα’ μέσ’ στα βάαχια κι ντου σκουτώσαν. Αμ σαν ζ’γώσαν(2) για πωώτ’ φουά κι ντουν γ-είδαν ντ’ μουουφγιά τ’κι ντ’ παλλ’καουσύνη τ΄ντουν λυπ’θήκαν κι πήγαν ζντ’άδιιφή τα κι ντην γ-είπαν: «Πως δε μας γ-είπις πως γ-ήντου τέτοιους άθιπους ξιχουουστός;(3). Σα ντου ξέαμ’αα σι ντουν δίναμ’ άνταα.» Γόστϊα ντουν σ’κώσαν κι ντουν χώσαν(4) μέσ’ στου σπήλι τ’ κι απού τότις έκειο το σπήλ’ ακούγιτι(5) «τ’ Λιβέντ’ του σπήλ’» κι η πύυγους τ’ μπασιά ακούγιτι: «Τ’ Φουνιά η πύυγους». [Εδγιά= Τώρα, ζ’γώσαν= επλησίασαν, ξιχουουστός= ξεχωριστός στην ομορφιά, χώσαν= έθαψαν, ακούγιτι= φέρει τ’ όνομα]
Τόπος Καταγραφής
ΣαμοθράκηΧρόνος καταγραφής
1928Πηγή
Αρ. 1463, σελ. 70, Ν. Ανδριώτης, Σαμοθράκη, 1928Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1463, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Ιδιώμα - ΒόρειοΣυρτάρι
Παραδόσεις Α΄- Θ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΓΤίτλος παράδοσης
Η λιβέτ'ς (Ο λεβέντης)Συλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.
-
Θα σ' κουθώ να πάρου τα μάτια μ' να πάου πίσου ντούν ήλιου κι να μη ματαγυρίσου
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1922) -
Σ τουν ίδιουν ήλιου απλώνν' τα ρούχα ντουν
Σταύρου, Θρ.Ερμηνεία: Επί ανθρώπων ουδεμίαν εχόντων συγγένειαν