Παράδοσις περί Χασίων
Αυτό πλές ήταν ένας μιγάλους, βασιλ’κός άνθρουπους, μπίμπασης ήταν μεγάλους. Αυτός είχε μέρους π κάθουνταν μι στρατό τη φύλαϊ. Κι του στρατό που είχι, δε μπόργι να τς κάμ να πααίν’νι μι λουγαριασμό ‘ςτα χουριά. Ρήχνουνταν αζάτ μές στα χουριά. Έφταναν ισένα, σου πιρναν τα πρόβατα, έφταναν τουν άλλουν το πιρναν τα γίδια, τουν άλλουν τα πρόσβαλαν τα γ ναίκα, πάτσαν πολλές γ’ναίκις. Άμα έλιγαν τίπουτα ου κόσμους τσόρχναν κι απ’ του κιφάλ. Τότις, άμα πάϊναν οι χουριάτις να κάν’νι του παράπουνου ‘ς ταουν τρανό, τς τσιχτίρζι. Τότις κι αυτοί απουφάσ΄σαν κι τους χτύπσαν. Τότις, άμα χτυπήθης, πάϊσαν απού μέσα απού του δικαστηρίου και τς έμασαν ούλα τα χουριά, τα Χάσια. Ου δικαστής τς έλιι: Χάθκι ου άνθρουπους απ τα δικά σας τα χουργιά. Αυτοί έλιγαν: Δε γουρνίζουμι». Κι αυτοί είχαν ουρκιστή να μημ πη κανένας τίπουτα ότ κι αν τα κάμουν. Τι να κάνι του δικαστήριου! Τα χτύπ’σι, πλέρουσαν υζεριμέ τίπουτας ό,τ’ κι αν τα κάμουν. Τι να κάνι το δικαστήριου. Τα χτύπ’σι, πλέρουσαν νζιριμέ για τίπουτας. Χάσ’, χάσ’, χάσ’, χάθη ου άνθρουπους απού κει κ’ ύστερα έμεινι Χάσια.
Place recorded
Μακεδονία, Γρεβενά, ΒέντζιαRecording year
1914Source
Αρ. 59, σελ. 197, 13, ΛουκόπουλοςCollector
Source index and type
59, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT