Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 221
Σαράdα φας, σαραdα πιής, σαραdα δωσ'ς για d' bσυχη σ'
(1940)
Αυτό πρεπ' να γιν' την ημέρα των αγ. Σαράντα
Μαζουθήτι φρόν'μ' να φάτι d' ζουρλού του βιό
(1915)
Αναγν. λήμμα ζουρλός 1...
Σα d' ν αβατάλα πάει
(1943)
Είναι αργοκίμητος σαν την αβατάλα- χελώνα
Προκομμένες σα d' gάτου πέτρα τ' μύλου!
(1943)
Ειρωνεία
Απου τι έσκασι του chτάρ'; Απου d' βρίζα
(1915)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τ' αγαπά καρδιά d' αθρώπου, το καλύτερο dου κόσμου
(1930)
Εκείνο που αγαπά η καρδιά του ανθρώπου είναι το καλύτερο
Κάθα άγιους κ' χάρη d' έχ'
(1959)
Πανί διάζεται, σα d' σαΐτα τρέχει πάνου κάτου!
(1943)
Είναι αεικίνητος
Σά d'ν άμμο τ'ς θάλασσας
(1943)
Παστρζιτσή σα d' στσυλου τ' γλώσσα
(1943)
Ειρωνεία
Το ρούχο δε d'μάει τον άθρεπο, ο άθρεπος τ'μάει
(1941)
Ερμηνεία: Επί των καυχωμένων δια τα υπάρχοντά των
Μάνα τα μάνε d' ουρανού
(1963)
Δηλαδή η μητέρα είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει
Στ΄ς σαράνdα – μιά πρέπ΄ ν΄ ακούη κανένας κι d΄ γ΄ναίκα τ΄
(1915)
Φουρές. Παιγνιδιωδώς. Όταν αποδειχθή εκ των υστέρων ότι συμβουλή δοθείσα υπό της συζύγου ήτο ορθή
Ούτι νιρό να πιή δεν d' δίν'
(1915)
Ούτε ελάχιστον καιρόν αναπαύσεως. Ιδίως λέγεται επί υπεροχής εν παιγνιδίω
Μια φλάφτη άλλ' πιταχτή τουγ κόμματου απου d' γειτοννα του λάκνου του κρασί κι ακόμα σκούεις;
(1915)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Έχου ράμματα για d' γούνα σ'
(1915)
Αναγν. γούνα
Μ' να θα d' βαρέσ' η γνώσ'
(1915)
Οσάκις λέγεται περί τίνος ότι θα προβή εις αλόγιστον τινά πράξιν.
Να σ' φάη του φιδ' d' γλώσσα
(1915)
Να δαγκάης d' γλώσσα σ'
(1915)
Ου τσ΄ καλάς πώφκικι του τσ΄ κάλ΄ ξέρ΄ κι d΄ βάν΄ κι του χιρούλ΄
(1915)
Ο δημιουργός πράγματος τινος είναι εις θέσιν να συμπληρώση και τας ατελείας του. Μετ' αυταρεσκείας προς τους επιτεθεμένους εναντίον λεπτομερειών
Όποιούς θέλ' να κάν' dου καμ'λάρ' σύdικνου, πρέπ' ν' αψ'λώσ' d' πόρτα τ'
Κάθε εργασία συνεπάγεται και υποχρεώσεις
Σα d' bούφ' το π'λί
(1943)
Έπεσε μόνος του στα βρόχια, ειναι ευκολόπιστος και ανόητος
Θα d' ακούσ' και κουφός βασιλές
(1938)
Αυτό που έκαμες θα γίνη πασίγνωστον
Μαθημένον ει' d' αρνί να διπλοκουρεύγεται τσίκου τσίκου η τσιπίδα
(1963)
Τσίκου τσίκου = μίμησις του ήχου της ψαλίδας
Σαν d' γάτα με του σκύλου
(1938)
Όταν δυό άνθρωποι αλληλοϋποβλέποντο. Το περισσότερον ελέγετο δια τα παιδιά της αυτής οικογενείας
Σκορπίκανε σα d' λα'ού τα π'λιά
(1943)
Έφυγαν άλλοι εδώ κι άλλοι εκεί
Πασχά εν' d' αμbέλι, πασχά εν' ο παχτσάς
(1951)
Πάσχα = αλλού
Κι οι δυό πέτρες το βγάνου d' αλεύρι
(1963)
Δηλ. Σε μια οικογένεια πρέπει όλοι νσ βοηθούν, να εργάζωνται για να μπορούν νσ ζήσουν
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, ανοίει τον εδικό dou
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Σα dου bόϊ μ' βρήκα σα d gαρδιά μ' δε βρήκα
(1952)
Λέγεται για κείνους, οι οποίοι κρίνουν τα πράγματα υποκειμενικώς, δεν ευχαριστούνται είς την εργασίαν των άλλων
Ου άνθρουπους μι' d β'λή τ'- κιού Θιός μι τ' θκή τ'
(1915)
Λέγεται ως απάντησις προς τους ειρωνευόμενους σχέδια και υπολιγισμούς δια της επισείσεως του φάσματος της Θείας επεμβάσεως
Έρχεται σα d' γάτα λάου – λάου
(1943)
Κρυφά και ύπουλα
Του παλιό, σα δε dου σάγεις, του τσινούριου δε d' αποτάζεις
(1940)
Σάγεις = Σιάχνεις, διορθώνεις
Όποιους θέλ' να κάν' dου καμ'λάρ' σύdκινου, πρέπ' ν' αψ'λώσ' d' πόρτα τ'
(1930)
Κάθε εργασία συνεπάγεται και υποχρεώσεις
Ο κάτης για το ψάρ' επούλησε d' αbέλι dου
(1963)
Χαρακτηρίζει την αγάπη της γάτας για τα ψάρια
Με τσι πορδές δε βάφουdαι d' αβγά
(1963)
Δηλαδή με τα ψέματα, με πενιχρά μέσα, δεν μπορεί να γίνη μια καλή δουλειά
D' ηύρα το bελά μ'
(1917)
Του γουρτζέλ' κι d' μύτη τ' να του κόψης, πάλι θα γουρνίξ'
(1938)
Γουρούνι
Τ' μικρού παιδιού τσαι τ' γέρου καλό μη d'νε κάνεις
(1943)
Γιατί είναι αγνώμονες
Ο λεύτερος προξενητής για λόου dου 'υρεύγει (ή: d' αξανοίει)
(1963)
Dου = για τον ευατό του
Άλλα λεν d γέρουντα κι άλλα κλάν' ου κώλους τ'
(1915)
Επί εκουσίας συνήθως, αλλά και ακουσίας, παρανοήσεως των λεγομένων
Άλλα d' άλλα κι η χαρβάλα με το 'άλα
(1934)
επί πλήρους ασυνεννοησίας
Είπαν, d' ζουρλού κλείσ' 'μ bόρτα κι αυτός 'ν ιζαλώθ'κι κ' έφ'χι
(1915)
Ερμηνεία: Επί υπερβολών
Αλατσωμό d' αλατσωμού δεν έχουν οι κουβέντες του
(1925)
Ανόητες, χωρίς ουσία
Κόβγει το σπαθί d' από εκατό πάdες
(1963)
Δηλαδή έχει δύναμη, πολά μέσα, επιρροή
Ένας λουλός ρίχιν d' πέτρα μεσ' του πγιάδ' κι δέκα γνούσ'κοί δε μπουρούν να dη βγάλ'
(1876)
Ερμηνεία: Επί σφαλμάτων ενός, τα οποία πολλοί ύστερον εργαζόμενοι δεν ημπορούν να επανορθώσουν
Dη ξέρου σα να d' γέννσα
(1930)
Την γνωρίζω τόσον καλά, όπως, εάν την είχα γεννήσει εγώ και αναθρέψει
Ξηχά σα d' αρδύκι
Ήτοι θορυβεί όπως το ορτύκι, όταν αποτόμως εγκαταλείπη θορυβώδης την φωλεάν του και πετά μακράν
Σαν d' γιαϊνα μι του μ bαλιουρόσπουρου
(1915)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μικρό μικρό d' αλώνι σου, κι ας εί' μοναχικό σου
(1934)
Προτιμάται τι να είναι ατομικόν έστω και ολίγον
Δεν d' βρίchκ' ς άκρη
(1915)
Επί ανθρώπου κρυψίνοος και πολυμήχανου
Αν (ησ' να) chιάζουνdαν ου λύκους d' βρουχή έφκιανι κάππα
(1915)
Ερμηνεία: Επί περιφρονήσεως απειλών
Μη σι μέλ' για τα μbλάργια d' δισπότ'
(1915)
Μη ενδιαφέρησας
Ήθιλι, να d΄ βάλ΄ φρύδια κι τόβγαλι κι τα μάτια
(1915)
Επέφερε βλάβην αντί ωφελείας
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, πέφτει ο ίδιος μέσα
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Τ'ν έχ' σ' κ'κιού d' gρέgα
(1937)
Δηλαδή δεν την εκτιμάει καθόλου
Άδειαζέ μ' d' γουνιά
(1936)
Την έλεγαν συνήθως στα παιδιά, όταν ήθελαν να τα διώξουν. Όταν επρόκειτο για μεγάλους, δεν το έλεγαν κατά πρόσωπο, αλλά σε τρίτους
Ήρθα d΄άγρια πουλιά κι΄έδιωξα dα ήμερα
(1963)
Έδιωξα ή έβγαλα. Ερμ : Λέγεται, όταν κάποιος πάρη τη θέση του άλλου, που έχει περισσότερα δικαιώματα σ΄αυτή
Δεν d' αλωνίζνε τ' αυγά
(1941)
Επί των μη θελόντων να συμμορφωθούν προς τα διατυπώσεις των κανονισμών, ή τας συνηθείας του τόπου
Πάει ν' αθίση το δεdρί κι' η μοίρα δε d' αφίνει
(1963)
Λέγεται, όταν για μια στιγμή διαφανή κάποια ελπίδα, που κι' αυτή διαψεύδεται
Άλλα d' άλλα κι' η χαρβάλα με το 'άλα
(1963)
Χαρβάλα = δοχείο σπασμένο; με το άλα ή με το γάλα
Τώρα ίνησα d' αδύνατα δυνατά και τα δυνατά τα 'πήραν οι διαόλοι
(1963)
Είνησα = έγιναν
Η 'ούλα d' ανθρώπου καράβια πουλεί και καράβι αοράζει
(1963)
Δηλαδή όταν τρώς πολύ, μπορεί να πουλήσης ολόκληρη περιουσία, και αντιθέτως, όταν κάνης οικονομία, μπορεί να δημιουργήσης περιουσία.
Το ένα χέρι να μην ηξέρη, είdα 'δώκε d' άλλο στο φτωχό
(1963)
Δηλ. η ελεημοσύνη πρέπει να γίνεται μυστικά
Α d' αβγό στη bέτρα, αλίς στ' αβγό, κι αν η πέτρα στ' αβγό, πάλι αλίς στ' αβγό
(1963)
Δηλαδή οπωσδήποτε το αβγό θα σπάση. Π.χ. “και με τσ' Αμερικάνοι να πάμεν, έρημα την έχομε, gαι με τσι Ρώσοι να πάμε, dα ίδια. Ά d' αβγό στη bέτρα,αλίς ....”...
Κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d' αβγά τζη πέρδικας
(1963)
Προέρχεται από τραγουδάκι...
Σημαίνει αραιά και κάπου. Π.χ. “Πρώτα ΄τονε το χωρίο μας γεμάτο τσ΄ ανθρώποι. Τώρα ΄ναι κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d΄ αβγά τζη πέρδικας”...
Σημαίνει αραιά και κάπου. Π.χ. “Πρώτα ΄τονε το χωρίο μας γεμάτο τσ΄ ανθρώποι. Τώρα ΄ναι κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d΄ αβγά τζη πέρδικας”...
Του κακού 'αbρού το dουλάπι τ' ανοίεις, μα του καλού 'ιού δε d' ανοίεις
(1963)
Δηλ. στο σπίτι της κόρης σου έχεις περισσότερο θάρρος παρά στο σπίτι του γυιού σου