Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-168 από 168
Κατά μάνα κατά κύρη έκαμα ι έναι 'ιο Ζαφείρη
(1963)
Λέγεται όπως και η προηγούμενη
Ο Μανώλης με τα λόια χτίζ' ανώια και κατώια
(1963)
Δηλαδή με τα λόγια είναι όλα εύκολα
Πώς τα πας με την αγάπη; Σα dο σκύλο με το gάτη
(1963)
Λέγεται όταν συό άνθρωποι γκρινιάζουν μεταξύ τους
Η κατάρα καταρωτά κι όπου 'ναι δίκιο πιάνει
(1928)
Καταρωτά = ερωτά πολύ
Θαρρείς πως όλα dα πουλιά που πετουσι dα τρωςι;
(1963)
Δηλαδή δεν είναι δυνατον γνωρίζοντας κάτι να συμπεραίνης για όλα
Τσίτα – φούλα και τ' άσπρα πούλα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για ανθρώπους, που επιμελούνται την εμφάνισή τους, ενώ υποφέρουν και στερούνται
Ο παπάς μας ο καλός, πόχει τ' άσπρα τα πολλά
(1963)
Άσπρα=χρήματα
Στον ουρανό σ' εύρευγα και στη 'ής σέβρηκα
(1963)
Λέγεται, όταν συναντούμε τυχαίως κάποιον που επιδιώκαμε να συναντήσωμε
Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, από κείνος ει gι' εκείνος
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν μας επαινούν κάποιον, ως καλύτερον από άλλους, ενώ είναι όμοιός των
Τ' άσπρα ξυπνούν dον αωλάτη
(1963)
Ερμηνεία: Το κέρδος κεντρίζει τη δραστηριότητα του ανθρώπου
Κλαίε τονε τον αρφανό κι' ας ει' gαι με τα 'ένεια
(1963)
Δηλαδή, οι γονείς είναι πάντοτε πολύτιμοι
Όποιος κυνηά δυό λαοί, μήτε τον ένα πιάνη μήτε τον άλλο σώνη
(1963)
Δηλ. Δεν πρέπει να πολυπραγμονούμε
Του νήλιου κύκλος άνεμος του φεgαριού χειμώνας
(1963)
Όταν ο ήλιος έχη κύκλο αχνό, αέρινο, θα επακολουθήση άνεμος, και όταν το φεγγάρι έχει τον ίδιο κύκλο, θα επακολουθήση βροχή.
Παροιμία
(1963)
Αρχοdικά πορεύγουσαι, σα bου σου πιάνει κιόλα
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Δεν ήτον' η θέση σου να πας να τσακώνεσαι. Αρχοdικά, λέει προεύγουσαι...”
Των αρχόdω dα παιδιά με την ακουή παdρεύγουdαι
(1963)
Δηλαδή, τα αρχοντόπουλα παντεύονται έυκολα
Αέρας
(1963)
Η καλή άτεκνη κάνει ή ένα ή καθόλου
(1963)
Δηλαδή, όταν έχη κανείς ένα παιδί, είναι σα να είναι άτεκνος
Τρέχα ΄ύρευγε και Νικολό καρτέρει
(1963)
Λέγεται, όταν η εκτέλεση μιας εργασίας, η πραγματοποίηση μιας υποσχέσεως μας φαίνεται πολύ μακρυνή
Ο άdρας είν' αοραστής
(1963)
Απρίλης, Μάης, θέρος κοdεύγει
(1963)
Δηλαδή, πλησιάζει η ώρα ενός πράγματος
Άγιος Αντώνης
(1963)
Η μάνα μου ψωμιά πουλεί, η μάνα μου ψωμιά αοράζει
(1963)
Λέγεται για ανόητες και άσκοπες συναλλαγές
Μαύροι σκύλοι, άσπροι σκύλοι, όλοι οι σκύλοι μια ενιά
(1963)
Παραδείγματος χάρη: Αν ήτον οι βενιζελικοί στη gυβένησ' , ήθελε ναναι όλα καλύτερα
Αστραπές ακούς βροdες ακούς, στ' αβγά σου κάθου
(1963)
Λέγεται στην κλώσσα, όταν την καθίζουν να επωάση τ' αβγά. Ως παροιμία σήμαίνει ότι κι αν ακούς μηνα ανακατεύεσαι
Σε' άμο και σε ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξείδι
(1963)
Δηλαδή, δεν πρέπει να δίνης συμβουλή σε ξένες υποθέσεις, συνηθέστερα χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς
Σε' άμο και σε ταξίδι ούτε λάδι ούτε ξείδι
(1963)
Δηλαδή, δεν πρέπει να δίνης συμβουλή σε ξένες υποθέσεις, συνηθέστερα χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς
Ο Θεός άλλοι ηπλάσε gι' άλλοι ήκλασε
(1963)
Χαρακτηρίζει την μεταξύ των ανθρώπων ανισότητα
Παροιμία
(1963)
Να κουνώ το παιδί ναχω και κακιά gαρδιά;
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος προσφέρεται και μοχθή με προθυμία και όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η προσφορά του, αλλά και τον δυσαρεστουν
Αστραπές ακούς βροdες ακούς, στ' αβγά σου να κάθεσαι
(1963)
Λέγεται στην κλώσσα, όταν την καθίζουν να επωάση τ' αβγά. Ως παροιμία σήμαίνει ότι κι αν ακούς μηνα ανακατεύεσαι
Στον ατζαμή λαχαίνει το ψάρι
(1963)
Δηλαδή, τον αδέξιο ευνοεί η τύχη, αλλά δεν είναι ικανός να καρπωθή από αυτή
Που αδάρου κάμη χάρη, άδαρος λοάται πάλι
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αγνωμοσύνης δηλ. είναι ανόητος όποιος κάνει χάρη σε αγνώμονα
Άμα λείπ' ο κάτης α τη 'ωνιά, παίζουν οι ποdικοί τσ' αμάδες
(1963)
Αμάδες = παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά και οι νέοι με στρογγυλές επίπεδες πέτρες
Όποιος δεν έχει 'έρο, ναοράζη
(1963)
Δηλαδή ο ηλικιωμένος είναι πολύτιμος για την πείρα του
Καλός κακός απότραφος, πέdε δέκ' ανέμους απαdά
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Κοdέβγου dα Νικολοβάρβαρα. Τη Gυριακή ει΄d' Αϊ Αdριά. Στσι τρϊλαdα, λέει, τ΄Αdρϊα και στσ' εξε του Νικόλα...
Ήρθανε τ' Απολάκια
(1963)
Το λένε οι βοσκοί, σαν αστείο, επειδή την περίοδο αυτή αρχίζει να λιγοστεύη το γάλα και επομένως και το ειδόδημά τους. Την ημέρα των Αγίων Αποστόλων διακόπτουν το συνεταιρισμό τους, ακολουθεί λοιπόν ξεκούραση. πχ. Ήρθα d' Αποστολάκια και θα πάη κάθα...
Σάν απεθάνη ο πλούσιος, δε bαίρνει βιός μαζί dου, μόνου τρείς πήχες σάβανο, που dύνου dό κορμί dου
(1963)
Δηλαδή όλα είναι μάταια
Όdεν ήπρεπε ('δα, λέει), δεν ήβρεχε gαι το Μά' εdροσολόα
(1963)
Λέγεται για κάτι, που γίνεται παράκερα
Ξέρ΄ η πάπια, πουν η λίμνη κι΄ ο λαός, που ΄dο κυνήι
(1963)
Λέγεται για κάποιον, που δεν έχει ανάγκη συμβουλών ή που ξέρει να προσαρμόζεται κατά το συμφέρον του
Ερωτήξανε, λέει, το λύκο, ιάdα κι' είν' ο σβέρκος του χοdρός, λέει. Ιατί κάνω τη δουλειά μου μοναχός
(1963)
Δηλαδή όποιος κάνει τη δουλειά του μόνος, δεν έχει την ανάγκη κανενός, δεν στενοχωρείται με την συναλλαγή προς τρίτους
Του λωλού το φαΐ πρωτοτρώεται (ή τρώεται πρώτα)
(1963)
Δηλαδή ο ανόητος προσφέρει πρώτος τα δικά του και κατόπιν είναι δυνατό να μην του προσφέρουν οι άλλοι τίποτα
Του παιδιού μου το παιδί τόχω δυο βολές παιδί (ή δυο βολές είναι παιδί)
(1963)
Δηλαδή η αγάπη στο εγγόνι μας είναι διπλή
Των αρχόdω οι όρνιθες κοιτάζουσι νωρίς
(1963)
Παραδείγματος χάρη: - “Απού τσι τρείς η ώρα κοιτάζουσιν οι όρνιθές μας. -Δεν έχεις ακουστά πως των αρχόdω οι όρνιθες κοιτάζουσι νωρίς; Είναι, λέει καλοπερασμένες και 'ια φτό. Τω φτωχώ ραίνουdαι νάβρου dίστα να φάνε και ...
Τον Μα' (Μάη) και τον Απρίλη και τον 'Ερινιαστή που κλάνουν οι 'αδάροι και πίνουν οι βοσκοί
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Απ' αστραπές κι από βροdές κι από βροχή και χιόνι κι απ' άτεκνο κι απ' ακριβό ο Θιός να σε γλυτώνη
(1963)
Δηλαδή, ο άτεκνος και ο φιλάργυρος είναι κακοί, όσο και η αστραπή
Α δεν αστάψη δε βροdα, κι α δε βροdα, δε βρέχει, κι α δεν αρχέψη η βροχή ο ποταμός δε dρέχει
(1963)
Δηλαδή, κάθε πράγμα έχει την αιτία του, το προηγουμενό του
Εώ σου λέω να κάμης χίλια πρόβατα (ή: ζα), εσύ δεν θες; ... νοργιά (ή: τρίχα) (ή: τρίχα να μην απολάψης)
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος δεν δέχεται ή δεν ακολουθή τις συμβουλές μας
Τον άκαφτο τον εϋρεύγασι να τόνε κάψουσι gαι δε dον ευρήκασι
(1963)
Ερμηνεία: Όλοι οι άνθρωποι έχουν ζήσει τον καημό του θανάτου κάποιου ή κάποιων δικών τους ανθρώπων. Λέγεται σαν παρηγοριά
Πιότερο gαιρό θένε τά λεφτά νά τά φυλάξης, παρά νά τά δουλέψης
(1963)
Δηλαδή χρειάζεται μεγαλύτερη ικανότητα νά διατηρήσης ένα χρηματικό ποσό παρά όση χρειάζεται γιά νά τό κερδίσης
Άρτσι – βούρτσι
(1928)
Την πριν της Απόκρεω εβδομάδα δεν νηστεύανε την Τετάρτη και την Παρασκευή από κρέας κι ήτανε τότε άρτσι-βούρτσι.
Τ' αρρωστημένου η κουλούρα κάνει σαράdα μέρες στ' απρουσκέφαλό dου
(1963)
Δηλαδή, ο άρρωστος δεν έχει όρεξη να φάη. Π.χ. “Αλλότες ελέασι bως τ' αρρωστημένου η κουλούρα ... Μα ' μένα δε gάνει ουτ' ένα λεφτό, 'ιατί εμ 2)αρρωστημένη 2) είμαι, έμη πεινώ κιόλα”
Όποιος δουλεύγει βασιλιά, πρέπει το νου dου νάχη, κι' όχι το νού dου βασιλιά, μόνου τον εδικό dου
(1963)
Δηλαδή, ο εργαζόμενος σε ξένο, σε πλούσιον, πρέπει να προσέχει για να μην προκαλέση τη δυσαρέσκειά του
Δικό σου το ψωμί και το μαχαίρι
(1963)
Δηλαδή, είσαι κύριος νοικοκύρης
Βαρ' τον ατσίποδα να σ' άψη τη φωθιά, κι α dην άψη είναι δυό βολές ατσίποδας
(1963)
Λέγεται, όταν ένας ανίκανος, ένα μικρό παδιί, κατορθώση να κάμη μιά μικροδουλειά. Έχει έννοιαν ειρωνική
Ωχ' άdρα μου, και κρίμας νάχης τα δυο σου μάθια
(1963)
Ήτονε, λέει, καμμιά, κι' ήτονε κακιάς διαγωγής και τόλεε d' αdρούς τση. Τον ήθελε στραβό, ιά να μη dη θωρή, είdα κάνει...
Λέγεται για κάτι άτακτο, ανάρμοστο...
Λέγεται για κάτι άτακτο, ανάρμοστο...
Τ' Αϊ Αdρϊα και τα τάχερα κρϋα
(1963)
Δηλαδή η πρώτη εντύπωση επηρεάζει αποφασιστικά το σχηματισμό καλής ή κακής γνώμης για έναν άνθρωπο. Καμμία λέ, ήλεε d' αdρούς τση πώς κουράζετ' εκείνη πιο πολύ παρά κείνο είdα κάνει, λέει και καλά; “Ωώώώώώ τα βουδάκια μου...” Λέγεται ολόκληρο με την...
Επόμεινε σα dο Ίάννη στη μεθύρα
(1963)
Δηλαδή, έμεινε έκθετος...
Π.χ. “Τώρα, να κάνω κανένα ρουχαλάκι του Ιώργη μου τα του Ευαγγελισμού και να μη bροφτάξω να το τελειώσω, λε, επόμεινεν ο καμένος Γιώργης, σα dο Ιάννη στη μεθύρα”...
”Ήτονε, λέει, κανένα bαιδί κι΄εδιάηκε να πιάση ουκ΄απού μέσ΄στη συκομεθύρα κι΄είχε λια η συκομεθύρα μέσα κι΄ήσκυψε bολύ και πάει μέσ΄στη μεθύρα κι έκανα dα ποδαράκια d; απάνω, κι ευρεύγα dο και δε dο ΄βρίσκανε κι εκατέβησα gαι κάτω στο κατώι και...
Μεθύρα=κιουπί, Συκομεθύρα=κιουπί για ξερά σύκα, Λία=λίγα, Στη μεθύρα=από ανέκδοτη συλλογή μου...
Π.χ. “Τώρα, να κάνω κανένα ρουχαλάκι του Ιώργη μου τα του Ευαγγελισμού και να μη bροφτάξω να το τελειώσω, λε, επόμεινεν ο καμένος Γιώργης, σα dο Ιάννη στη μεθύρα”...
”Ήτονε, λέει, κανένα bαιδί κι΄εδιάηκε να πιάση ουκ΄απού μέσ΄στη συκομεθύρα κι΄είχε λια η συκομεθύρα μέσα κι΄ήσκυψε bολύ και πάει μέσ΄στη μεθύρα κι έκανα dα ποδαράκια d; απάνω, κι ευρεύγα dο και δε dο ΄βρίσκανε κι εκατέβησα gαι κάτω στο κατώι και...
Μεθύρα=κιουπί, Συκομεθύρα=κιουπί για ξερά σύκα, Λία=λίγα, Στη μεθύρα=από ανέκδοτη συλλογή μου...
Τρείς που μέχεις, τρείς που σέχω και τριώ που dο παιδί, σωστοί σωστοί ενιά μηναρούκλες είν', άdρα μου
(1963)
Ο σχετικός μύθος: Ήτονε λέει, καμμιά κι επαdρεύτηκε, gι ήπηρε gανέναν αγαθούτσικο και σε τρείς μήνες πο παdρεύτησα gι ύστερα ΄έννησε, μα δεν ήτονε τ΄αdρούς τση το παιδί, μόνου τόχε μάλλο καμωμένο. Ήχρεψε λοιπό ο κόσμος ...
Ηθελές τα και ξεφλουδισμένα!
(1963)
gαι δε dάβρε gαλοϋαλισμένα και 'ια να μη φά d' αχείλια dου οι φλούδες, τα ξεφλούδα gι ήριχτε τζι φλούδες εκειχάμαι επά τα σύκα δε dα ξεφλουδούνε και περίσσα δα τα πρωτοϋάλιστα, που δεν είν' ακόμα κανείς bουχτισμένος. Εδιάηκε λοιπό ο Κορές ταχειά ταχειά...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Ετουκάτω = αυτού κάτω, Καλοεράτα = τοποθεσία πολύ κοντά στο χωριό, bρωτοϋάλιστη = που ωριμάζει, πρώϊμα, σκαϊδονιά = είδος συκιάς που κάνει άσπρα γλυκά σύκα, gαλοϋαλισμένα = τελείως ώριμα, επά = ιδίως, περίσσα= χαράς το, τσεβδούτσικα = λίγο τραυλά, Λέει: “Ω χαδάς το! Εμίλιε τσεβδούτσικα, Ήθελες τα και ξεφλουδισμένα” = βλ. Ιστορ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 205, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Ετουκάτω = αυτού κάτω, Καλοεράτα = τοποθεσία πολύ κοντά στο χωριό, bρωτοϋάλιστη = που ωριμάζει, πρώϊμα, σκαϊδονιά = είδος συκιάς που κάνει άσπρα γλυκά σύκα, gαλοϋαλισμένα = τελείως ώριμα, επά = ιδίως, περίσσα= χαράς το, τσεβδούτσικα = λίγο τραυλά, Λέει: “Ω χαδάς το! Εμίλιε τσεβδούτσικα, Ήθελες τα και ξεφλουδισμένα” = βλ. Ιστορ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 205, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Όχι εδά ψόματα ΄ναι πως ήβαλεν η ΄υναίκα το διάολο μες στο bοκάλι
(1963)
μάθια μου, λέει, να το δω δε dο πιστέβγω. Κάνει λοιπό ο διάβολος. «Και όμως, κερά μου, ήμου μες στο bοκάλι». Λέει «αδύνατο, και με τα μάθια μου να το δω !». Λέει, τώρα, λέει, που θα το δης, θα το πιστέψης. Σαρτένει λοιπό μάνι-μάνι απού τσινώμοι d...