Αναζήτηση
Αποτελέσματα 601-610 από 718
Κόνεσ' τα δανdάρε σου!
(1951)
Ακόνισε τα δόντια σου. Ειρωνικά, σε κείνους πού ετοιμάζονται μάταια να πάρουν κάτι
Του σπιτού τ' όργον σο ρουσί τζο ουτϊέ, του ρουσού τ' όργο σο σπίτιν τζο ουτϊέ
(1951)
Του σπιτιού η δουλειά στο βουνό δεν ταιριάζει, του βουνού η δουλειά στο σπίτι δεν ταιριάζει. Ερμηνεία: Εκείνο που γίνεται στη μιά περίπτωση, δε μπορεί να γίνει και στην άλλη
Του πιένει τ' όργο, βgάλλει τα σο τσουφάλι
(1951)
Ερμηνεία: Όποια δουλειά πιάσει, τη βγάνει σε κεφάλι (την τελειώνει)
Ν(δ)άμα έφα(γ)αμ' ας τσάι ψωμί
(1951)
Αντάμα φάγαμε άλας και ψωμί “
Ανdί απός γρουγώνεις 'πο παρέξου
(1951)
Σαν αλεπού κρυφοκοιτάζεις απ΄ έξω
Ανdί απός φυφτίζεις
(1951)
Σάν αλεπού συλλογιέσαι.
Ανdί απός νανούσαι
(1951)
Σάν αλεπού συλλογιέσαι.
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)
Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ...
Σάμ΄ ές ψωμί, τσίπ σαϊτιέν σε σαμού τζό΄ς ψωμί, κανείς τζο σαϊτιέ σε
(1951)
Όταν έχεις ψωμί, όλοι σε λογαριάζουν, όταν δεν έχεις ψωμί, κανείς δε σε λογαριάζει
Σαμού ες ψωμί, είσαι τσαί πολύ αχιλλούς
(1951)
Όταν έχεις ψωμί, είσαι και πολύ έξυπνος. Δηλαδή : τότε οι άλλοι ακούνε τα λόγια σου, ή σε κολακεύουν πως μιλείς σωστά. Ποντ. Δ. Π. αρ. 170 : Εχεμένον ΄ίνεται και αχουλλής