Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 105
Με το βελόνιβ βκάλλει λάκκον
(1940)
Βάστα κώλε να φας αβκόν
(1940)
Πρέπει να δεινοπαθήσωμενμ δια να κερδίσωμεν. Εικών εκ τυ τσουγκρίσματος αυγών. Συνήθως τσουγκρίζουν πρώτον με το μυττερόν του αβκού, και σαν σπάση τούτο με το πλατύ του, “τον κώλον”. Αν σπάση και τούτο ο νικήσας κερδίζει ...
Εσ σου κλουθά (ή κλουφά) ο τζιαιρός; Κλούθα (ή κλούφα) του εσού
(1945)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Κόφτει το ορμάνιν, αν αγκριστή ο λαός;
(1948)
Ερμηνεία: Όταν πρόκειται για δυό που συνδέονται, κι ο ένας έχει μεγάλη δύναμη, ενώ ο άλλος είναι αφανής κοντά του, και δυσαρεστείται ο δεύτερος με τον πρώτο, λοιπόν τον γνοιάζει τον πρώτο;
Μιάλοβ βούκκοβ βάλετζ' αι μιάλολ λόομ μεμ πης
(1948)
Ερμηνεία: Για καυχησιολόγους
Άκουε βελόνισ στον τοίχον
(1940)
Όπως το βελόνιν εις τον τοίχον δεν ακούει ούτω πως και ο αποφασισμένος να μη προσέξη εις τας συμβουλάς μας
Εκόλλησεμ πάνω μου σαν την αβdέλλα
(1940)
Επί απαιτητικών αναιδών. Εικών από την παλαιάν ιατρικήν συνήθειαν να γίνεται αφαίμαξις δι' αβδέλλας
Βουθά η κουμέρα της η Λαμπρού
(1940)
Προέκυψε από τον μύθον καθ' όν οκνηρά και ανόητος γυναίκα, αντί να νήθη, όπως η τότε συνήθεια, έρριπτεν εις την φωτιάν το βαμβάκι, που έπρεπε να κλώθη. Εις κάποιοαν ερντήσασαν αυτή μόνη δεν εργάζεται απήντησεν οτι ετελείωσε ...
Με το βελόνι γυρεύκει ν' ανοίξη λάκκον
(1940)
Δια τους ματαιοπονούντας να πραγματώσωσιν έργα ανώτερα των δυνάμεων και των μέσων που διαθέτουσι
Κάθουμαι πάσ' στα βελόνια
(1940)
Τα βελόνια, τρυπούσι ώστε να αδυνατή να καθήση τις επ' αυτών. Επί αγωνιώδους αναμονής
Εβούλλωσεν του τα ο δκιάολος
(1940)
Πιστεύεται ότι του φιλαργύρου τα χρήματα είναι κατηραμένα και φέρουσι δυστυχίαν. Ίδε “ ακριβός ” 9, του οποίου προφανώς είναι βραχυλογία...
Πάσα αρκή δυσκολία
(1948)
Κάθε αρχή είναι δύσκολη
Κάθε αρνίμ που τα πισινά του πόδκια εν τα κρεμμαστή
(1940)
Κρινόμεθα ανάλογα με τας πράξεις μας
Παπά παιδί δκιαόλου αγγόνιν
(1940)
Ερμηνεία: Πιστεύεται ότι τα τέκνα των ιερέων είναι συνήθως πολύ έξυπνα
Εβκαλέμ με άσσον τζαί τριαντάνα
(1940)
Εκ του σχετικού παιγνιδιού με χαρτιά
Άσπρορ ρούχον, πρόσωπο της πουτάνας
(1940)
Ερμηνεία: Το λευκού χρώματος ύφασμα κηλιδώνεται αμέσως
Αντζελοείδε
(1940)
Πιστεύεται ότι οι σπασμοί που καταλαμβάνουσι τους ασθενείς προέρχονται από τον φόβον τους αντικρύζοντας τον άγγελον θανάτου. Λέγεται προς έκφρασιν υπερβολικού φόβου
Σαν τον ατσουπάν
(1940)
Ιστορική
Φτου τζαι που καναπαρκής
(1940)
Κατά μύθον δια τους καλογήρους εγερθείσης διαφωνίας ως προς τον αριθμόν που επετεύχθη επί τεθέντος στοιχήματος ο καλήγηρος πεποιθώς δια την νίκην απέσβεσε τον σημειωθέντα αριθμόν ειπών ως ανωτέρω. Λέγεται όταν είναι ανάγκη ...
Αρκή του παραμυθκιού καλησπέρα σας
(1940)
Συνήθης αποστροφή μικρόν πριν διηγηθώμεν παραμύθιν, ή κατά την διήγησιν περιπετείας, επί το ευθυμότερον
Αγ κακοπλύνεις μεμ πλήξεις, ούτ' αγ κακαζυμώσης αμ πάρης άντραν άσσημον, τότε να μαραζώσης
(1940)
Ο δύστροπος και με ελεεινάς συνήθειας σύζηγος καθισ΄τα αβίωτον την ζωήν της γυναικός του
Μήτε αστάριν του σάκκου μου
(1940)
Το “αστάριν”, φόδρα ενδύματος, δεν προσθέτει καμμιάν εις τούτο αξίαν. Λέγεται προς ένδειξιν εσχάτης περιφρόνησεως
Εβγήκα ασπροπρόσωπος
(1940)
Λέγεται δι' όσους από δύσκολον θέσιν κατώρθωσαν να εξέλθωσιν χωρίς να ζημιωθώσι ουδ' επ' ελάχιστον χρηματικώς ή ηθικώς
Τα άσπρα κατεβάζουν τα άστρα
(1940)
Ερμηνεία: Το χρήμα είναι παντοδύναμο
Άσπορος να μέμ μείνης, τς άθερος έμ μεινίσκεις
(1940)
Όταν σπείρης θα έχης πάντοτε μικράν ή μεγάλην απόδοσιν, ενώ αν μείνης άσπορος ουδεμίαν εσοδείαν θά έχης
Μείνε ρκά ξησκούφωτη, ώστι νάρτ' ο Μάς να σκουφωθής
(1940)
Το σκούφωμα συνηθίζεται από τους χωρικούς τον χειμώνα διότι θερμαίνει. Εν τούτοις χρησιμοποιείται ως προφυλακτικόν δια τον ήλιον και το καλοκαίρι
Κάθε αρνίμ που το τσουνάριν του εν να κρεμαστή
(1940)
Τσουνάριν το, είναι το άκρον του πισινού ποδιού του προβάτου
Του αρρώστου η βούκκα φαίνεται
(1940)
Ο ασθενών γίνεται αντιληπτός από την έκφρασιν του προσώπου του
Η αρρώσκεια μπαίνει με το σατσίν, τζαι βκαίνει με το βελόνιν
(1940)
Η ασθένεια και τα ατυχήματα νομίζομεν ότι μας έρχονται γλήγορα, και βραδύνουσι να μας αφήσωσι, διότι τα αισθανόμεθα ζωηρότερον παρά τα αγαθά
Η σήρα τζαι το ορφανόν, εις τοθ θεόν αγκάλεμαν εκάμαν, τζ' ενίκησεν του αρφανού το κλάμα
(1940)
Η χήρα ευρίσκει σύζυγον όχι όμως και οι ορφανοί γονείς
Ανάθεμα την αρφανιάν, όσα καλά τζ' αν έση
(1940)
Η ορφανιά είναι πολύ αισθητή
Κάθε αρκή δυσκολία
(1940)
Όσον εξονυχιστική και αν είναι η μελέτη αναλαμβανομένης ενεργείας, πάντοτε θα συναντηθώσι πολλαί δυσκολίαι και λάθη εις την εφαρμογήν
Για το κορωνίδιν εμείναμεν άσποροι
(1940)
Δι' οικονομίαν ασημάντου πράγματος δύναται να προκύψη ζημία. Κορωνίν και κορωνίδι, είναι δύο μικρά ξύλα που συνδέουσι τον ζυγόν με το άροτρον
Η αρκογκιά, πάει τζ' έρχεται. Η τιμή έσ σαλεύκει
(1940)
Η διατήρησις του πλούτου δεν εξαρτάται από την θέλησίν μας. Ο τίμιος όμως, εάν θελη, δύναται και μένει πάντοτε τίμιος
Η φτώχεια του αρκόντου, εν η αρκογιά μου μένα
(1940)
Ο πλούσιος όσον και αν ζημιώση είναι ευπορώτερος από τον πτωχόν, και εις ημέρας ευπραγίας τούτου ακόμη
Αρκοντικά προδεύκεται, τζαί σσυλλικά τζοιμάται
(1940)
Προδεύκεται αντί πορεύκεται
Τα ασκανδάλιστα, στους ουρανούς μεινίσκουν
(1940)
Εφόσον το σφάλλεσθαι είναι ανθρώπινον, αδύνατον είναι να μη σκανδαλισθώμεν
Στράφτει του Λιμνίτη; Γλήορα στο σπίτιν
(1940)
Αστραπαί προς την τοποθεσίαν Λιμνήτης θεωρείται προάγγελος βροχής
Έκλασεν ο σοίρος τζ' έβκαλεν αγγόνιν
(1940)
Ερμηνεία: Επί γεγονότων που δεν έχουσι καμμίαν μςταξύ των σχέσιν
Άσπρος σσύλος, μαύρος σσύλος, ούλοι σσύλοι ένι
(1940)
Ερμηνεία: Ο κακός και δύστροπος είναι πάντοτε κακός εις οιανδήποτε τάξιν και αν ανήκει
Αγγονίστην τζ' ο σσύλλος βρακοζώνιν;
(1940)
Λέγεται ειρωνικώς δι΄όσους, ενώ αρχικώς ήσαν ταπεινοί επειδή απέκτησαν κάτι προβάλλουσι με απιτήσεις. Επί σπατάλων με ασταθείς πόρους που ζώσιν όπως και οι ευπορούντες
Αρκος έφαν τζ' έδρωσε, τζ' ο φτωχός εκούρωσε
(1940)
Ο πλούσιος παχαίνει τρώγων κατά την όρεξίν του όχι όμως και ο λιτοδίαιτος πτωχός
Αμ' αστράφτει του Λιμνίτη γύρευκε μονήν τζαί σπίτι
(1940)
Καιρική παρατήρησις της Πάφου
Μήτ' η αρκονκιά κληρονομιά μήτε τ' οφίκκιον πάντα
(1943)
Ούτε ο πλούτος βέβαιος ούτο το αξίωμα μόνιμον
Άμα κατσαρίζ' η Ασπρόβρυση για ή Ασειροποιήτου εν ν' αλλάξ' ο τζαιρός για βροχήν, γι' άνεμον
(1940)
Καιρική παρατήρησις
Τα άσπρα του τζυρού μου ισιώνουν την καμπούραμ μου
(1940)
Ερμηνεία: Την δυσμορφίαν συγκαλύπτει ως και ψυχικά ελαττώματα το παντοδύναμο χρήμα
Εν τζαί περνει αστάρκα
(1940)
Επί οξυθύμων που ανάβουσι και με το ελάχιστον
Άμ' αστάψει το Τσουννίν, έσει νερά
(1940)
Την τοποθεσία Τσουννίν, βράχον παρά τον Κορμακίτην προς τα Λίβερα, ονομάζουσιν οι κάτοικοι και Μαυρολίμνη
Αμ' αστραφτ' η σκοτεινή εν ούλον νερά
(1940)
Σκοτεινή τοποθεσία προς Α του Φτέρυχα (Κερηνείας)
Απού πεινά τζ' εν τρώει, τζαί θέλει ν' αρκοντήνη, εν να πεθάνη άζηππα, τζ' η πείνα εν να του μείνη
(1940)
Επί όσων στερούνται και των ουσιωδεστέρων χάρις κακώς εννοουμένης οικονομίας
Αρρωστοφαγιά, κατεβασιά της πείνας
(1948)
Πείνα 111
Όποιος βλέπεται βλέπειτον κι ο Θεός
(1943)
Δηλαδή όποιος προσέχει τον προσέχει κι ο Θεός.
Αρσενικός γάδαρος σύρνει πίσω του πουλάριν;
(1940)
Την επίβλεψιν και καθοδήγησιν των τέκνων έχει η μήτηρ
Άρρωστη τζ' αγκαστρωμέν να πω του κάττου ππίσσι?
(1940)
Επί οκνηρών. Οκνηρά σύζυγος εγκυμονούσα, το σηκότι που έφερε ο άντρας της εκρέμασε εκεί πλησίον της. Όταν ούτος έμαθε τι απέγινε και ηρώτησε γιατί αφήκε τον γάτον να φάη το σηκότι, ήκουσε το ως ανωτέρω
Τάσπρα ξυπνούν τον άνθρωπον, τζαι το ψουμίν τοδδύλλον, τζαί το κριθθράριν τάλογον, τζαί το πουττίν τοβ βίλλον
(1940)
Διά πρόθυμον και δραστήριον δράσιν πρέπει να υπάρχει το κίνητρον
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν, αμ' αγοράση τζαί σαρκάν, εθ θα μας συνυχάνει
(1940)
Ειρωνικώς, δι' όσα άλλοι θρωρούσι σημαντικά και άξια λόγου
Μήτε η αρκογκιά κληρονομιά μήτε το μούλκιμ πάντα
(1940)
Μούλκι, κτηματολογικώς, σημαίνει πλήρη ιδιοκτησίαν ως η οικία, δένδρον, διατιθεμένην κατά βούλησιν εν το χωράφι είναι αραζή, εφ' ου άνευ κρατικής αδείας είναι αδύνατον να ανεγερθή οικία
Μήτε η αρκογκιά κληρονομιά, μηδέ τ' οφφίτζι πάντα
(1940)
Λόγοι παρηγορίας δι' ατυχούντας αλλά και υπομνήσεως ότι ουδέν είναι σταθερόν ή διαρκές εις τον βίον
Άρκος τζαί πελλός, κατά που τους δόξει
(1940)
Ιδιότροποι και εκκεντρικοί προβαίνουσιν εις πράξεις ασυνήθεις
Έδ διά τ' αντζέλου του νερόν
(1940)
Επί των άκρως φιλαργύρων, οι οποίοι και εαυτούς στερούσι πολλών εκ φιλαργυρίας. Άγγελος είναι ο προστάτης μας άγγελος, κατ' ακολουθίαν ο εαυτός μας
Ο Θεός αρφανά κάμνει, τζαι κακορίζικα εγ κάμνει
(1940)
Το θείον θεραπεύει το αναπόφευκτον κακόν, ελεών άλλως τον θιγόμενον
Γιατί είμαι ξένος τζ' ορφανός, τζαι εμ με αγαπούσιν ούλλα τα ποβαρέματα πάνω μου ποβαρούσιν
(1940)
Δι' όσους επειδή στερούνται προστάτου υφίστανται δοκιμασίας
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν
(1940)
Ειρωνικώς, δι' όσα άλλοι θρωρούσι σημαντικά και άξια λόγου
Πού τον τζύρην αρφανιάν, τα παιδκιά μεσ' στηγ γωνιάν. Πού τημ μάναν αρφανιάν, τα παιδκιά στηγ γειτονιάν
(1940)
Η μητέρα συμμαζεύει τα τέκνα της ενώ ο πατέρας όχι λόγω ασχολειών του
Αντάν αστράφτει τζαί βροντά να μέφ φοάσαι, αντάχ χωρίζει μια ψυσή που την άλλην να φοβάσαι
(1940)
Λέγεται ιδία επι τοκετού
Άσταψεν ο Βασιλειάτης, τζ' εμουγκάρισεν ο σοίρος έσει νερά
(1940)
Βασιλειάτης είναι τοποθεσία της παραλίας Βασίλειας (Κερήνεια) και σοίρος βράχος εις την θάλασσα ΒΑ του Καραβά
Άσσημμ πράμαν, (τζαί) καλήμ πούλησιν
(1940)
Αντίδοτον δοθέντος κακού δίδεται η εύνοια της τύχης
Αμ αστράψει ο Λιμνίτης, έσει νερά
(1940)
Τοπική της Σολιάς
Ασσημοφόρα, τζαί μέρ ριάς
(1940)
Προτιμώτερα τα ευτελή ενδύματα προφυλακτικά του ψύχους παρά τοιαύτα επιδείξεως, αλλ' επικίνδυνα δια την υγείαν μας. Προτιμητέον το ωφέλιμον αντί του ευχαρίστου
Παρά νάσης άρρωστον, κάλλιον να κόβκης πέτραν
(1940)
Αγωνιώμεν δια την απόληξιν της νόσου, και διότι προσφιλής μας ύπαρξις πάσχει
Το παννίν το άσσημον, της νεφανταρκάς μεινίσκει
(1940)
Ύβρεις προς ανώτερον υποψίας μένουσιν εις βάρος του υβρισκού, όπως το ελαττωματικόν ύφασμα
Τρώεις σούππαν άρρωστε;
(1940)
Το γάλα και η σούππα η μονόχογλη, με ρύζιν και νερόν αποτελούσι την κυριωτέραν εν Κύπρω τροφήν δια τους ασθενείς. Τοιαύτην δίαιταν εννοείται ότι γλήγορα βαρύνεται ο ασθενεής
Επήρεν τα άσπρα μετρητά
(1940)
Ερμηνεία: Λέγεται επί των εντίμων που εξ εαυτών κρίνοντες πιστεύσουσι κάθε διήγησιν
Η αρρώσκεια τζ' η φτώσεια εν το σειρότερον κακόν
(1940)
Η ασθένεια είναι μεγάλον κακόν για τους απόρους, διότι απαιτεί δαπάνην δια καλήν διατροφήν και θεραπείαν
Κατύση του αρφανού τζει πόν νάναι
(1940)
Όσον καλά και αν ζη, δεν ευρίσκει την αγάπην και την φροντίδα των γονέων του
Αρκοντικά πορεύκουνται τζαί σσύλλικα τζοιμούνται
(1940)
Επί πτωχών που διά να επιδειχθώσιν υφίστανται στερήσεις ουσιώδεις
Οι αρκόντοι πάσ' τηδ δεκάραν κάβκουνται
(1940)
Ο πλούσιος, αποβάς φιλάργυρος, φθάνει εις τα άκρα
Άρκοντας τζαί πελλός έν ένα
(1940)
Και ο μέν και ο δε, μη έχων κανενός την ανάγκην περιφρονεί και αψηφεί τους πάντας
Βούννου βούννου, δουλαππάτζιμ μου, να κάμης την όντζιάς σου, να φας την καυκαλιάς σου βρε λοϊζή που είσαι τζαί γυρίζεις, τζ΄εν έρκεσαι να φας όρνιθα με το ρίζι!
(1940)
Ερμηνεία: Τας φωνάς της ακούσας ο Λοϊζής, ελθών κοντά της, είδε τον τρίμματον, και τον συνέλαβε. Εις τον Πεδουλάν υπάρχει τοποθεσία Τρίμματος την περί του οποίου παράδοσιν...
Βλ. “ ΚΧ “ ΙΓ σελ. 204 και Βλ. Απομονή 9,10...
Βλ. “ ΚΧ “ ΙΓ σελ. 204 και Βλ. Απομονή 9,10...
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν, τζ' αγ κάμη φκυάριν τζαί σαρκάν, τζαί ποιός του συντυχχάνει
(1940)
Αν δε' ευτελέστατα πράγματα γίνεται θόρυβος τι θα συνέβαινε δια σοβαρά; Βρου(φουρ)κάλιν, δεσμίς χ΄ρτου χωρίς σκουπόξυλον, σαρκά δε σάρωθρον από μαζιά, με σκουπομάνικο
Ο άρκοντας έφαν τζ' έβρασεν, τζ' ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν. Έφαγ' ο πλούσιος κ' εζεστάθη, έφαγε κι ο φτωχός κ' εκρύωσε
(1948)
Ερμηνεία: Θέλει να πη πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαί του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος ψοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει