Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 203
Σηκώθηκε η ανdάρα 'πό πάνου μου
(1951)
Σηκώθηκε η συννεφιά από πάνω μου. Όταν αλαφρώνουμε από μια σταναχώρια
Παίναε τον καλό, να γίνη καλύτερος παίναε τον κακό, να γίνη χειρότερος
(1952)
Επηρεασμένος από τη Βίβλο...
Παροιμ. 9, 8...
Παροιμ. 9, 8...
Τσ' εννιά του Μαρτιού, είτε σκύλος κούντουρος στ' αμπέλι
(1952)
Ερμηνεία: Στις 9 του Μάρτη είναι πια αναπτυγμένα τα μπουμπούκια τ' αμπελιού, και το παραμικρό πέρασμα τα βλάφτει, είτε= ούτε (πολύ συχνό στα κεφαλονίτικα), κούντουρος= με κομμένη ουρά...
Ένα καί στόν αγκαθό καμένο
(1958)
Ο αγκαθός = γωνιά ψωμί, αγκωνή. Σάν τό ψωμί, πού καίεται στήν αγκωνή του. Μιά γυναίκα έψησε, έκανε 9-10 ψωμιά. Μιά γειτόνισσα έρριξε 1 δικό της ψωμί στό φούρνο. Εκείνη μέ τά 10 τά 'βγαλε εν τάξει. Εκείνη μέ τό 1 είπε: “Ένα καί στόν αγκαθό καμένο...
Εν τω ναώ εργάζεστε, εν τω ναώ τραφήσεστε
(1952)
Αργοστόλι. Φράση από τις επιστολές του Παύλου (Α' Κορινθ. 9, 13). Ερμηνεία: Όπου δουλεύει κανείς, εκεί έχει και το δικαίωμα να ζητή τη συντήρηση του...
Από τσ' Αγίας Άννας, αξαιν' η μέρα νιά γατοπατησιά
(1952)
Δηλαδή, από τις 9 Δεκεμβρ....
Αξαίνω (αυξάνω), μεγαλώνω...
Νιά = μιά (πολύ συνηθισμένο στην κεφαλονίτικη γλώσσα)...
Αξαίνω (αυξάνω), μεγαλώνω...
Νιά = μιά (πολύ συνηθισμένο στην κεφαλονίτικη γλώσσα)...
Σαράντα αγίοι ήτανε, κι' ο καθένας έκλαιε τον πόνο του
(1952)
Ίσως από τους αγίους Σαράντα (9 Μαρτίου)...
Τον ατζίγγανο το gάναν βασιλέ, Άμα 'δε τα ξύλα, είπε: - Για 'δε ξύλα για κάρβνα
(1940)
Ατζίγγανο = ή τον καρ'νοκαύτ'
Ατσονdου μη νοίζεσαι το κρύο 'α σε πάρει ταρνά
(1951)
Τόσο μην ανοίγεσαι το κρύο θα σε πάρει γλήγορα
Η όρνιθα πίνε' νερό κι βλέπ' στον ουρανό
(1938)
Για παραδειγματισμό ευσεβείας κι ευγνωμοσύνη
Όλη μέρα σουροκάλι και το βράδυ μαϊστράλι
(1952)
Μαϊστράλι (ιταλική) = ΒΔ άνεμος. Αυτοί οι δύο καιροί επικρατουνε συνήθως το καλοκαιρι
Άσκημο στην κούνια κι όμορφο στη ρούγα
(1952)
Το παιδί που γεννιέται άσχημο, θα γίνη όμορφο μεγαλώνοντας
Άσπρα στο πουγγί, ψάρια στο βουνί
(1952)
Ερμηνεία: Όταν δίνει κανείς λεφτά, έχει, όπου και να βρίσκεται, ό,τι θέλει
Θέκ΄τον gώ σου, κάτσε σε ΄νgκάθε πάνου
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Τ' άσπρα κατεβάζουν d' άστρα
(1951)
Τα λεφτά κατεβάζουν τ' άστρα
Άσπορος μη μείνης άθερος δε μένεις
(1952)
Κακό είναι να μη σπείρη κανείς διόλου ένα χωράφι, αλλιώς αν σπείρη, κάτι θα θερίση
Του φτωχού η πομπή στο κούτελο, και τ' άρκοντα στο γόνα
(1952)
Γιατί από την παρέα του κατώτερού του ο άρκοντας κάτι περιμένει
Αρχοντοσυμπεθέρεψες; Κακή φωτιά που άναψες
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Τ' αρκοντικό ψωμί έχει εφτά φλούδες
(1952)
Δουλεύεις σκληρά, ή παθαίνεις στενοχώριες για να το φας
Δουλεύει γιά τήν αεροπορία
(1939)
Υπηρετεί πρόσθετον θητείαν. Η φράσις έχει πιθανώς την αρχήν της από τους διενεργούμενους τότε εράνους υπέρ της αεροπορίας
Σάφτισανε τ' άστρα bρόν dου
(1951)
Αστράψανε τ' άστρα μπροστά του. Όταν κανείς έτρωγε δυνατή χαστουκιά ή τον χτυπούσαν στο κεφάλι
Άμα έχ' ατζίγγανους βράσμα, ε gοιμάται
(1940)
Για κείνους που άν έχουν κάτι, δεν το φυλάνε αλλά όλο τσιμπάνε
Η αρρώστια ακάλεστη δεν έρκεται
(1952)
Φταίνε οι ίδιοι οι άρρωστοι, που δεν επρόσεξαν
Όπου λείπουν τ' άσπρα, ουλά ναι μαύρα
(1952)
Άπρα λέγαν παλιότερα τ' ασημένια νομίσματα
Ένι ασλάν' κιbι φσάχι
(1951)
Είναι σα λέοντας παλικάρι
Είναι από τούς αεροπόρους
(1939)
Δηλαδή, είναι βοηθητικός. Τους βοηθητικούς φαντάρους τους λένε αεροπόρους. Το ξέρουν κι οι ίδιοι. Ένας που τόν ρώτησαν τί είναι, απήντησε με χειρονομία, τινάζοντας σαν φτερά τα χέρια του.
Τ' άσπρο, μαύρο δεν ένεται
(1938)
Ένεται = γίνεται
Πώς πάν οι στραβοί στον Άδη; Ο ένας κοντά στον άλλο
(1936)
Για όσους είναι άβουλοι και κάνουν τυφλά ό,τι κι' οι άλλοι
Δέν είναι φαντάρος, είναι στρατιώτης!
(1939)
Όμοιον τω “δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης
Ήbε το μαχαίρι στο κόκκαλο
(1940)
Ήθιλές τα κ' ίπαθές τα
(1940)
Όταν αστράφτη ο Μάστορας θα βρέξη
(1956)
Μάστρορας = Μαΐστρος
Δέν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης
(1936)
Ειρωνικά, γιά όσους παίρνουν ως διαφορετικά τα όμοια
Κάνω γώ κι ας είνι σκόλ' ν' μη φανούν d' αdρού μ' οι κώλ'
(1940)
Κάνω = γνέθω, κάνω ρόκα
Η κατσίκα ε bα στη bόλ' αμά πα' του τουλούμι τς
(1940)
Βα = δεν πηγαίνει
Κάλλιο πεινασμένος, παρ' αρρωστημένος
(1952)
Πύλαρος από τη συλλογή Μακρή
Το αστρί του πουνέντε ρώτα που πρέπει να βάλης ρότα
(1957)
Άστρο του Πουνέντε αυτό θα σε οδηγήση
Ούλοι με χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκη τα γαϊδούρια;
(1956)
Από τον Μαστροκωσταντή Ξανθόπουλο ή Γέρο – Γοφό
Του ' ρφανού του φσόκκου ο κως εν' 'νεχτό
(1951)
Του ορφανού παιδιού ο κώλος είν' ανοιχτός
Το αστρί του πουνέντε ρώτα ή την αγάπη που 'χα πρώτα
(1957)
Άστρο του Πουνέντε αυτό θα σε οδηγήση
Με γέρο γραίο αρμένιζε, σουρόκο παλληκάρι
(1952)
Γραίος (ιταλ.) Β.Α. Άνεμος, σορόκος και σορόκος, (ιταλ.) Ν. Α. Άνεμος. Καλό είναι ν' αρμενίζη (ταξιδεύη) κανείς , όταν έχουν περάσει μέρες που φυσάει ο γραίος ή όταν άρχισε ο σιρόκος
Αρρώστου τσιέρα φαίνεται και νηστικού μαγούλες
(1952)
Τσιέρα και τζιέρα (ιταλ.) όψη, πρόσωπο. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς και τον άρρωστο και τον πεινασμένο
Αστραψιές τση νυχτός, βροχή τση μερός
(1952)
Δηλαδή θα βρέχη την άλλη μέρα
Ο άρρωστος θέλει γιατρό, κι ο πεθαμένος κλάψα
(1952)
Αντί να κλαίμε για έναν άρρωστο, καλύτερα να τρέξουμε στο γιατρό
Ο αγέρας κόβεται με τη βροχή
(1952)
Μαϊστράλι (ιταλ.) ΒΔ. Άνεμος
Αρκόντου και μωρού, καθώς του δόξει
(1952)
Μωρός=τρελός
Πόσοι πεθαμένοι κάθονται στ' αρρώστου το κλινάρι!
(1952)
Πολλές φορές ο βαριά άρρωστος γίνεται καλά, ενώ πολλοί από κείνους που τον επισκέφτονταν πεθαίνουν πρώτα του
Φεύgει το νερό, ΄πομέν΄ο νάμμος
(1951)
Φεύγει το νερό, απομένει ο άμμος
Ή δείρε τ' αρχοντόπουλο, ή χέρι μην του βάλης
(1952)
Μια και θα βρης το μπελά σου, δείρε το καλά, αλλιώς, παράτησέ το
Κόρφος που μπάση, θα βάλη
(1952)
Μπαίνη αέρας μέσα σ' έναν κόλπο, θα φυσήση έπειτα κι' αντίθετα, προς τ' ανοιχτά
Του Γενάρη το φεγγάρι είναι σαν τον Αλωνάρη
(1952)
Δηλαδή, είναι φωτερό σαν τις μέρες του Αλωνάρη
Όπου κρύβει την αρρώστια του, πάει με δαύτηνε
(1952)
Δειλία
Νdαράγανε τα μαύρα μο τ' άσπρα σου!
(1951)
Ερμηνεία : Ανακατώθηκαν τα μαύρα με τ' άσπρα σου
Κιάρος Γαρμπής, κι άλλος γαρμπής
(1952)
Κιάρος (ιταλ.) = καθαρός
Κάθ' άρκοντας και όρεξη, κάθε παπάς και τάξη
(1952)
Οι νέοι κυβερνήτες βάνουν νέους νόμους
Όσα δεν τρώει ο άρρωστος, τα τρώει η αρρώστια
(1952)
Δηλαδή, τα έξοδα που γλυτώνει από φαγητό κ.λ.π., τα δίνει στα φάρμακα και στους γιατρούς
Τα μαλλιά σου σο μύο ήσπρισές τα;
(1951)
Τα μαλλιά σου τ΄άσπρισες στο μύλο;
Πίθωσε τον κώλο σου, κάτσε στ΄αγκάθια πάνω
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Τ' άσπρα άστρα κατεβάζουν
(1951)
Η Άρτα είναι χρυσός μπαξές, κλουβί με πέντ' αηδόνια
(1955)
Το χρυσός μπαξές το λένε και για τα πορτοκάλια της
Α στσυλλί το Δερμαν dου σερματίζει τα
(1951)
Ένα σκυλί το δέρμα του το σερνει
Αρκόντου παρακάλεση, σα ναν την πης αγγάρεια
(1952)
Γιατί έμμεσα σε υποχρεώνει
Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα γίνει στου ποταμού το πέρασμα φανερός
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Του έσει άσπρα, φυσά το ζουρτά
(1951)
Όποιος έχει λεφτά, φυσάει τη φλογέρα
Αν δεν αστράψουν τα Ήρια, α δε βροντήσ' ο Χάνος, στάλα νερό βρίσκεται να σύρ ο Μαυριάνος
(1952)
Τα Ήρια, ο Χάνος και ο Μαυριάνος είναι τρείς τοποθεσίες του κάμπου, στα Δαμουλιανάτα της Παλικής. Είναι κ΄οι τρείς σε κοιλάδα, πάνω από τη θάλασσα. Στα Ήρια ήταν παλιότερα μοναστήρι, που χάθηκε, λέει, από θεική οργή. Ο ...
Άσπρο στσυλλί, μαύρο στσυλλί, τσιπ ενι α στσυλλί
(1951)
Ερμηνεία : Άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί, όλα είναι ένα σκυλί
Σ' καζβάρας τ' άσπρα εν' bουά, γιόχτσα τα μαύρα;
(1951)
Ερμηνεία: Της κουρούνας τ΄άσπρα (φτερά) είναι πιο πολλά ή τα μαύρα;
Του τζο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσάτσι τσαί σένει σήν bροστσέφα
(1951)
Ο άρρωστος που δε βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο. 55. Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά, βαριεστίζομε και την παρατάμε. Λεβ. 243
Άσπρον gως, μαύρον gως, α ινεί σο κετζίτιν bαού
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Ή ούλοι ή οχτώ
(1956)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Καλύτερα να σόβγη το μάτι, παρά τ' όνομα
(1952)
Ο καλός έχει τον έπαινο και ζώντας και πεθαμένος
Κάλλιο τση γης κατάλυμα, πάρι του κόσμου γέλιο
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Ανdί κόνκα κάτσες σό ιλέσιν bάνου, κόλλτσες, αφ' τζού 'ρτες
(1951)
Σάν όρνιο έκατσες στό ψοφίμι απάνου, κόλλησες, πίσω δέν ήρθες. Σε κείνους πού όταν μυριστούνε κάπου κέρδος, κάθονται εκεί καί ξεχνούν όλα τ' άλλα
Ο Μάρτης 'ς τό μέγον dή Σαρακοστή τζο λείπει
(1951)
Ο Μάρτης από τή μεγάλη Σαρακοστή δέ λείπει
Ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε φαμίλια χωρίς πομπή
(1952)
Πομπή, ντροπή, κατηγόρια
Έβγη σου χωματού το πρόσωπο
(1951)
Βγήκε στην επιφάνεια της γης. Τόλεγαν γι' ανρθώπους που ήταν χαμένοι και φαναρώθηκαν ή ήταν φτωχοί και νοικοκυρεύτηκαν
Τό γαϊρίδι τού 'λήτεψεν dα κά
(1951)
Λητεύω = δένω
Παιδί που δε γεννηθή, τ' όνομά του δε βγαίνει
(1952)
Κάτι που ακούεται, δε μπορεί παρά θα 'γινε
Σο λαϊκκον dου τζο φτένει γαναάτι, το πολύν τζο πορεί νdα βρει
(1951)
Στο λίγο όποιος δεν ευχαριστιέται, το πολύ δε μπορεί να το βρει
Την πόρτα τσ' εκκλησιάς και το στόμα του κόσμου, δε μπορ' α ντά κλείσης
(1952)
Στα χωριά η εκκλησιά μένει πάντα ανοιχτή
Έφερναν τη λίρα στο δισάκι
(1959)
Ήρχοντο πλουσιώτατοι, επαλιννόστουν